Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Επειδή λοιπόν εις τον ανταγωνισμόν των δεν πρόκειται περί μικρών, επινοούν παντός είδους πλεκτάνας εναντίον αλλήλων, εκ των οποίων η μάλλον επικίνδυνος και ταχύτερον φθάνουσα εις αποτέλεσμα είνε η συκοφαντία, η οποία αρχίζει από φθόνον ή μίσος σκόπιμον και επιφέρει αποτελέσματα τραγικά και πλήρη από συμφοράς.
Δεν ήθελε τον παπά: περισσότερο και από τον θάνατο και τη θεία καταδίκη, φοβόταν ν’ αποκαλύψει το μυστικό του. Να, έρχεται και ο ντον Πρέντου, κάθεται κοντά στην ψάθα και αρχίζει τα αστεία.
Από δω και πέρα μπορείτε να οικονομηθήτε απ' αλλού, γιατί αυτός περιφρονεί την αγάπη σας. Πήρε με μεγάλες τιμές γυναίκα του την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, την κόρη του Δουκός της Βρεττάνης». Ο Καριάδος φεύγει θυμωμένος. Η Ιζόλδη η Ξανθή χαμηλώνει το κεφάλι κι' αρχίζει τα κλάμματα.
Κι' ο Ποσειδός αρχίζει και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια 445 «Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του; : Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω, μα δίχως δώρα και σφαχτά και των θεών να δώσουν. 450 Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος, του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος.»
« Μ' είδαν...Χαλνούν ταις τάξεις των » Φεύγουνε σκορπισμένοι. » Και 'ς ένα λόφο κλείσθηκαν, » Κ' εκείθε 'ξεφαντώνουν. » Αρχίζει πάλι η σφαγή. » Η σπάθαις μας σκοτώνουν » Χίλιους τρακόσιους, οι λοιποί »'Βρέθηκαν 'σκλαβωμένοι.»
Αρχίζει με την βροντερή Κι' άγρια λαλιά του, Να λέγη πόσους έσφαξε Με το Μαυρομιχάλη Τούρκους εις το Βαλτέτσι και 'Στό Χρυσοβίτσι. . . . Άλλη Ακούσθκε Άρεως φωνή, Άρεως στρατηλάτου. Κ' επρόβαλεν ο Οδυσσεύς Τ' Ανδρούτζου, ο ταχύπους. 'Κειό το λεοντάρι της Γραβιάς, 'Σάν άλλος της Τρωάδος, Και της Ιθάκης Οδυσσεύς.
Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.
Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων.
Με αυτόν τον τρόπον αρχίζει η συζήτησις, κατά την οποίαν ο μεν Ευθύφρων αντιπροσωπεύει, κατά τινα σοφόν κριτικόν, «τους μικρόνοας εκείνους ευσεβείς της αρχαιότητος, οι οποίοι διά την λέξιν &όσιον& είχον έννοιαν όλως διόλου εξωτερικήν και επιπόλαιον και διά να αποδείξουν εαυτούς ευσεβείς και αρεστούς εις τους θεούς, δεν υπεχώρουν πολλάκις ουδέ ενώπιον πράξεων, αι οποίαι απόβλητοι εθεωρούντο ηθικώς.
— Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε! — Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης. — Τώρα να σε σώσω! Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν