United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να σκάσω . . . — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε περαστικά . . . Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει.

Δε θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δε θ' αφίσω 370 να σε πειράξουν· τι θαρρώ το γέρο μου έτσι βλέπωΤότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Ναι έτσι είναι, γιε μου, όπως τα λες.

Νομίζω μοναδικήν εν τω θεάτρω την αντικειμενικήν ταύτην παράστασιν όντων μη ορατών εις άπαντα τα δρώντα πρόσωπα. Αλλ' ότε πρόκειται περί υποκειμενικών οπτασιών, αύται δύνανται κατ' αρεσκείαν να γίνωσιν οραταί, ή μη, προς τους θεατάς.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ουδέ σου αφίνει πιάσιν να τον εξετάσης, αλλά με τρέλλαν πονηρήν αναμερίζει, άμα νοεί 'πού θα τον φέρναμεν εις θέσιν του αληθινού του πάθους κάτι να εξηγήση. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Σας εδέχθη καλά; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Ως ευγενής τωόντι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Με πολλήν όμως της ψυχής στενοχωρίαν. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Σπανίως ερωτά, πληντα ερωτήματά μας ελεύθερ' απαντά. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Να διασκεδάση κάπως τον έχετε καλέση;

Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του. — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε; — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν. — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν.

Όπως και αν έχη τούτο, η αδελφή Σιξτίνα είχεν επαρθή εις τοιούτον υπεράνθρωπον σημείον εις την τέχνην ταύτην της σιωπής, ώστε καθ' ην στιγμήν ανένηψε και ενεθυμήθη ότι ήτο ανθρωπόμορφον πλάσμα και ώφειλε να απαντά τουλάχιστον εις τας απευθυνομένας αυτή ερωτήσεις, τότε μόνον παρετήρησεν ότι ο λάρυγξ αυτής ετραύλιζεν, η γλώσσα είχε καταστή ψελλή, τα δε χείλη εστρεβλώθησαν.

Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου. — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία, περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον ελεύθερον.

Είναι δε οι τοιούτοι και διά τον εαυτόν των πολύ οχληροί και διά τους φίλους των. Κακοτρόπους δε ονομάζομεν εκείνους όσοι οργίζονται δι' όσα δεν πρέπει, και περισσότερον από ό,τι πρέπει, και περισσοτέραν ώραν, και οι οποίοι δεν συμφιλιόνονται χωρίς αντίποινα ή εκδίκησιν. Εις δε την μειλιχιότητα μάλλον την υπερβολήν αντιτάσσομεν. Διότι απαντά και συνηθέστερον.

Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε