Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Μίλα μου ως που το λεπτό φως της ημέρας μπη μέσα στην κάμαρα. Υπάρχει κάτι στη φωνή σου που είναι θαυμαστό. Δεν έχω απόψε διάθεση για κουβέντα. Αληθινά σου λέω. Τι απαίσια που χαμογελάς έτσι! Πού είναι τα σιγάρα; Α! ευχαριστώ. Τι εξαίσιοι αυτοί οι μοναδικοί νάρκισσοι! Φαίνονται σαν καμωμένοι από κεχριμπάρι και καινούριο φίλτινσι. Είναι σαν Ελληνικές αντίκες της καλυτέρας περιόδου.
Φαντάσου δε και την λύπην αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος, ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!
Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήση και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθή, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθή εφ' όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξη πάσαν χαράν.
Και ο αγών εκείνος, ω καλαί νεάνιδες, εις μεν τους Έλληνας έφερε κλέος, εις εμέ δε τον θάνατον, θυσιαζομένην ήδη εις την Άρτεμιν χάριν της προς την Τροίαν εκστρατείας. Και τώρα, μητέρα μου, μητέρα μου αγαπητή, ο γεννήσας με πατήρ φεύγει και με αφίνει έρημον. Ω την ταλαίπωρον, πόσον πικρά δι' εμέ υπήρξεν αυτή η απαισία Ελένη ! με φονεύουν, μητέρα μου, με σφάζει αδίκως άδικος πατήρ.
Αλλ' η παράδοσις εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το πολύπαθές του γήρας, επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού τέλος. Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον ουδέ χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ ετόλμησε να επανέλθη από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον σχήμα δράκοντος, άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα, πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, προς κωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον, φέρον επ' αυτού δένδρα, ταύτα δε πάντα κλίνοντα προς την γην, και απατώντα τους οφθαλμούς ημών διά του αέρος. Είδες τα σημεία ταύτα; είναι τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας. ΕΡΩΣ. Ναι, στρατηγέ μου.
Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.
Ο γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να αισθάνεται ακόμη τον πόνο του.
Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.
Γλώσσαι πυρός απειλητικαί εξήρχοντο από το μόνον παράθυρον του καιομένου δωματίου και αφού κατέφαγαν τους παραστάτας, οπού ετριζοκοπούσαν απαίσια, εγλυστρούσαν επάνω εις το ασβεστόχρισμα των τοίχων, ζητούσαι νέαν τροφήν. Φωναί φρίκης οξύταται, σπαρακτικαί επάγωναν το αίμα εις τας φλέβας των θεατών, αδυνατούντων να δώσουν χείρα βοηθείας οιασδήποτε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν