Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν·Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.

Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.

«Βασίλισσα, είπε, το χρυσάφι είναι καλό» και βγάζοντας το δαχτυλίδι του Τριστάνου, τώβαλε δίπλα. «Κυττάχτε, Βασίλισσα: το χρυσάφι αυτής της πόρπης είναι πολυτιμότερο, κι' όμως κι' αυτού του δαχτυλιδιού το χρυσάφι την έχει την αξία του...» Όταν η Ιζόλδη ανεγνώρισε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, τρεμούλιασε η καρδιά της κι' άλλαξε το χρώμα της, — φόβος την έκοψε τι θάκουγε.

Ο Πετρώνιος την ανεγνώρισε, διότι την είχεν ίδη εις την οικίαν της Αντιστίας, θυγατρός του Ρουβιλλίου Πλαύτου, ως και εις τας οικίας του Σενέκα και του Πολλιώνος.

Η Βραγγίνα, η γυναίκες της, οι βαλέδες της, τη συνοδεύουν. Πέρνει το δρόμο που πάει στην Εκκλησιά. Ο λεπρός ακολουθεί τους βαλέδες, χτυπάει το τασσάκι του, παρακαλεί με παραπονετική φωνή: «Βασίλισσα, βοηθήστε με. ΠεινάωΑπό το ωραίο του σώμα, από το ανάστημά του, η Ιζόλδη τον ανεγνώρισε. Σύσσωμη ανατριχιάζει, μα δεν καταδέχεται να χαμηλώση το βλέμμα της απάνω του.

Αλλά πηγαίνετε να τον βρήτε, ωραία φίλη, μιλήστε του, κυττάχτε αν θα τον αναγνωρίστε». Η Βραγγίνα πήγε στη σάλα όπου ο τρελλός μεινεμένος μονάχος, είχε καθήσει σε έναν πάγκο. Ο Τριστάνος την ανεγνώρισε, άφησε κάτω το ρόπαλο κ' είπε: «Βραγγίνα, άδολη Βραγγίνα, σας εξορκίζω στο Θεό, λυπηθήτε με! — Βρωμερέ τρελλέ, ποιος διάβολος σας είπε τόνομά μου;

Με την χρήσιν μερικών τονωτικών, όσα τω υπέδειξαν αι ολίγαι του ιατρικαί γνώσεις, κατώρθωσε να την επαναφέρη εις την ζωήν. Ανεγνώρισε τότε τον σωτήρα της και έμεινε πλησίον του, μέχρις ότου αργά και βαθμιαίως επανεύρε τελείως την πρώτην της υγείαν. Η γυναικεία καρδία της δεν είχε την σκληρότητα του αδάμαντος και αυτό το ύψιστον ερωτικόν μάθημα ήρκεσε να την μαλάξη.

Αλλ' ο Νικόλαος Βενιανάκης, επόπτης των σκοπών, τους οποίους είχον τάξει κατά μήκος της χαράδρας εις ην απολήγει εκ του μέρους εκείνου το οροπέδιον, τους ανεγνώρισε και οι σκοποί ανήγγειλαν διά πυροβολισμών την εμφάνισιν του εχθρού.

Αφού λοιπόν ο νόμος εις μεν τον πατέρα δίδει το δικαίωμα της κατηγορίας, την δε κρίσιν, εάν η κατηγορία του είνε δικαία, αφήνει εις υμάς τους δικαστάς, εκείνο μεν διά το οποίον τώρα με κατηγορεί και διά το οποίον αγανακτεί, ας το αφήσωμεν κατά μέρος επί του παρόντος, προ τούτου δε εξετάσετε εάν έχη το δικαιωμα να αποκηρύττη αφού άπαξ απεκήρυξε και έκαμε χρήσιν του δικαιώματος το οποίον του δίδει ο νόμος και εξεπλήρωσε την πατρικήν αυτήν εξουσίαν, έπειτα δε πάλιν με ανεγνώρισε και ανεκάλεσε την αποκήρυξιν.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν