United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη αναπνοή για πολλήν ώρα Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.

Εάν δε αυτός δεν ενθυμήται ένεκα της ασθενείας του τα τότε γενόμενα, αλλ' υμείς όλοι γνωρίζετε τι έπραττε κατά την ασθένειάν του, πως έπασχε και εις ποίαν κατάστασιν εγώ τον παρέλαβα, όταν οι άλλοι ιατροί είχον απελπισθή να τον κάμουν καλά, οι δε συγγενείς του τον απέφευγον και ούτε ετόλμων να τον πλησιάσουν, και εις τοιαύτην υγείαν τον επανέφερα, ώστε σήμερον να δύναται να διεξάγη δίκας και να συζητή περί των νόμων.

Δηλαδή άλλοι μεν αφού σκεφθούν δεν επιμένουν εις την απόφασίν των εξ αιτίας του πάθους των, άλλοι δε επειδή δεν σκέπτονται σύρονται από το πάθος των.

Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.

Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου, μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων. — Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος, εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.

Τότες της λέει ο Έχτορας, ο παινεμένος άντρας «Δήφοβε, εσύ είσουνα και πριν το πιο μου αγαπημένο αδέρφι απ' όλους πούκανε με την Εκάβη ο γέρος· τώρα από πριν και πιο πολύ θα σ' έχω της καρδιάς μου, 235 αφού στιγμή δε δείλιασες, σαν μ' είδες οχ το κάστρο, να βγεις βοηθός μου, κι' όλοι τους μένουν κλεισμένοι οι άλλοι

Άλλοι έλεγαν ότι τον απαντούσαν μες τα βαθιά μεσάνυχτα τις νύχτες, να περιπολέβη κάτω από το μεγάλον πλάτανο στη βρύση του χωριού, ντυμένος παπαδίστικα. Άλλοι έλεγαν ότι ελημέριαζε στα αθώρητα και μυστικά κελιά της Άγια Πελαγίας, που τόνε κρύβει ο Πάτερ-Παΐσιος ο ηγούμενος στα βάθη του μοναστηριού.

Η Ελληνική φυλή, ως νομίζω, είχεν ανέκαθεν την γλώσσαν την οποίαν μεταχειρίζεται. Αφού απεχωρίσθη των Πελασγών, αδύνατος ακόμη καθό πολύ μικρά κατ' αρχάς, ηύξησεν εις τρόπον ώστε να σχηματίση πολλά έθνη, προ πάντων αφού ηνώθησαν μετ' αυτής και άλλοι βάρβαροι. Εκτός τούτου εγώ νομίζω ότι η Πελασγική φυλή καθό βάρβαρος δεν έλαβεν ουδεμίαν μεγάλην αύξησιν.

Με επέταξε και δεν έδωκε ψωμί εις την γραίαν· και εγώ εχολόσκανα, διότι εγινόμην αίτια να δυστυχούν άλλοι, ενώ εις την νεότητά μου ήμην τόσον υπερήφανη διά την αξίαν μου. Η γραία με επήρε πάλιν, με εκύταξε με καλωσύνην, και είπε. Όχι, δεν θα γελάσω κανένα εξ' αιτίας σου. θα σε τρυπήσω διά να φαίνεσαι ότι είσαι ψεύτικη.

Άλλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν στην πόρτα της εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη μα δυνατή ακούστηκε : — Σταθήτε!... Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του όπως βρέθηκε. Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη φωνή· δε μπόρεσε να κρατηθή περισσότερο.