United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Εν τούτοις ήθελε και με θυσίαν της ζωής του να φθάση εις την οικίαν του Λίνου. Από καιρού εις καιρόν ίστατο και έτριβε τους οφθαλμούς του. Αποσπάσας μίαν άκραν εκ του χιτώνος του εκάλυψε δι' αυτής την ρίνα και το στόμα και επανέλαβε τον δρόμον του. Ενώ επλησίαζε τον ποταμόν, η θερμότης καθίστατο τρομερωτέρα.

Έβλεπε την καιομένην πόλιν, εις την οποίαν δεν εφαίνετο να εγλύτωσε πλέον τίποτε. Ήρχισε να προσεύχεται και να επικαλήται τον Χριστόν. Αφού υπερέβη το Άλβανον, του οποίου σχεδόν όλος ο πληθυσμός ίστατο επί των στεγών και επί των δένδρων, διά να βλέπη καλλίτερον την καιομένην Ρώμην, ανέλαβε την ψυχραιμίαν του. Εκτός του Ούρσου και του Λίνου, ο απόστολος Πέτρος θα επέβλεπεν επί της Λιγείας.

Σχεδόν καθ' εκάστην, ότε μετέβαινεν ίνα αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος ή δι' άλλον έργον απεμακρύνετο εκ της καλύβης, νέος τις διήρχετο, ίστατο, έφευγεν, επανήρχετο και την ωφθαλμοβόλει αδιακόπως. Ήτο δε ούτος ο γνώριμος ημών Σκούντας, ο επιλεγόμενος Περίδρομος, διαβόητος αλήτης καθ' όλα τα περίχωρα. Η Αϊμά δεν εγνώριζεν ούτε αυτόν ούτε το επάγγελμά του.

Κ' εξακολουθεί: — Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια! Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς.

Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον.

Εν μέσω δε της επελθούσης σιωπής, γυνή τις εκ του όχλου, εν ακαθέστω εκρήξει θαυμασμούσυνειθισμένη να σέβηται τους μακροχίτωνας Φαρισαίους, με όλα τα κράσπεδα και τα φυλακτήριά των, αλλ' αισθανομένη εις το βάθος της καρδίας πόσον υψηλά υπεράνω αυτών ίστατο ο Λαλώνύψωσε φωνήν και είπε προς Αυτόν. «Μακάρια η κοιλία η βαστάσασά Σε και μαστοί ους εθήλασας».

Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκλήσιον του Άγιου Αντωνίου.

Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν.

Άρά γε αίσθημά τι απλώς ανθρωπίνης λύπης να έθλιψε την ψυχήν του ενώ, κατήρχετο την κατωφέρειαν πορευόμενος εις Κανά; Δάκρυ τι ύγρανε τα βλέφαρά Του, καθώς ίστατο, ίσως διά τελευταίαν φοράν, να προσβλέψη εντεύθεν την πλουσίαν πεδιάδα του Εσδραελών, και εις τα πορφυρίζοντα ύψη του Καρμήλου, και εις τας λευκάς άμμους τας πλαισιούσας τα κυανά της Μεσογείου ύδατα; Υπήρχέ τις από τον οποίον ελυπείτο να χωρισθή, εις την πρασίνην κλειστήν κοιλάδα όπου είχε ζήσει και είχεν ανατραφή; Έρριψεν άρα μακρόν τακερόν βλέμμα εις την ταπεινήν οικίαν όπου επί τόσα έτη ως τέκτων ειργάζετο; Ούτε σύντροφος της αθώας παιδικής ηλικίας Του, ούτε φίλος της αναμαρτήτου νεότητός Του, δεν τον συνόδευε με σέβας, με έλεος και με λύπην; Τοιαύται ερωτήσεις είναι βεβαίως φυσικαί, και ανευλαβείς· αλλά μένουν άνευ απαντήσεως.