United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το άκουσμα εκείνο ανήγειρεν η Ιωάννα την κεφαλήν και έμπροσθεν αυτής ίστατο λευκόπτερος νεανίσκος ενδεδυμένος αστράπτουσαν εσθήτα, ίριδα φέρων επί της κεφαλής, ερυθράν λαμπάδα εις την δεξιάν και ποτήριον εις την αριστεράν.

Εντεύθεν αμελήσαντες και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης, άφηνον από ετών ήδη αλειτούργητον τον Ναόν της Χριστού Γεννήσεως κατ' αυτήν την ημέραν της εορτής. Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ εφθαρμένος.

Τριάκοντα πέντε έτη ύστερον ο λαός εκείνος μετεβλήθη εις κόνιν· ούτε ο Αδριανός, ούτε ο Ιουλιανός ηδυνήθησαν να κτίσωσιν επί της τοποθεσίας του· και τόρα αυτή η τοποθεσία είνε αβέβαιον πράγμα. Θλιβερώς και σιωπηλώς η μικρά συνοδία έστρεψε τα νώτα προς τον ιερόν δόμον, όστις ίστατο εκεί, η επιτομή της Ιουδαϊκής ιστορίας, από των ημερών του Σολομώντος και εντεύθεν.

Επειδή τους δύο υιούς της, τον Αργύρην και τον Κίμωνα, τους είχε μαζί του στο καράβι ο πατήρ των. Κ' η κομψή ακρινή οικία, μάρτυς της φιλοκαλίας του κτήτορός της, ίστατο εκεί επάνω εις τα Σχιναδέικα, επί αμβλείας προβλήτος προς τον γιαλόν του Επάνω Μαχαλά, εις την γωνίαν ακριβώς δύο κολπίσκων.

Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου.

Τι επάγγελμα έχει; — Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη. Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα. Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν συνάμα και γελοίον.

Οι Ευαγγελισταί και οι πρώτοι χριστιανοί εν γένει όταν ομιλώσι περί του Ιούδα φαίνονται πληρούμενοι από πνεύμα αργιλλού αποτροποιασμού, λίαν βαθέως ή ώστε να εκφρασθή διά λόγου. Έν μόνον σκοτεινόν γεγονός ίστατο ενώπιον της φαντασίας των εν όλη τη φρίκη του και τούτο ήτο ότι ο Ιούδας υπήρξε προδότης· ότι ο Ιούδας ήτο είς των δώδεκα, και όμως επώλησε τον Κύριόν του.

Η μικρά Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας διά να υπηρετή τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κ' εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων, πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ' όλον τον θόρυβον όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και τον βήχα του Θανάση, κ' έτρεξεν επάνω. — Τι έχεις, Θανάση;

Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.

Μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον, και η θύρα ηνοίχθη. Ήτο ο Θευδάς, όστις είχε κλείδα ως και ο κύριός του, δυναμένην έξωθεν νανοίγη την θύραν, αν και ήτο μεμοχλευμένη έσωθεν. Όπισθεν τούτου ίστατο και άλλος τις, όστις είχε την χείρα επί της καρδίας προσπαθών να συνέχη τους βιαίους αυτής παλμούς.