Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.
Και το αόρατον πρόσωπον, το οποίον πάντοτε μου έσφιγγε τη φούχτα, άνοιγε τους τάφους της ανθρωπότητος, και από καθένα έφευγεν η ασθενής και φωσφορίζουσα λάμψις της αποσυνθέσεως, εις τρόπον ώστε ήτο δυνατόν να ερευνήσω το βάθος των κρυφιωτέρων καταφυγίων . . . Και ιδού ότι παρετήρησα τα θαμμένα σώματα, εις τον σκοτεινόν και βασιλικόν ύπνον των, με συντροφιά το σκουλήκι.
Ο Ηράκλειος έχων έμπροσθέν του όλον τον υπολειπόμενον εις τον Χοσρόην στρατόν ήθελε να τον καταστρέψη πριν επιτεθή κατά του Χοσρόου, και διά τούτο έδωκεν άλλην διεύθυνσιν εις την εκστρατείαν. Προσποιούμενος ότι έφευγεν, επορεύετο διά τόπων ανωμάλων και ορεινών, παρασύρων πάντοτε κατόπιν του τους Πέρσας.
Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον. — Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε! Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω. — Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω; — Να τ' τάξης μέτρημα! — Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο! Και έφευγεν.
Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.
Το πλοίον έπλεε, και ο Μάχτος έπλεεν. Εκείνο έφευγεν, αλλ' ούτος δεν ηδύνατο να το φθάση. Ο άνεμος φούσκωνε τα ιστία, και αι κώπαι υπεβοήθουν τον δρόμον του σκάφους. Ο Μάχτος μετεχειρίζετο ως κώπας τους βραχίονας και τους πόδας. Αλλά το πλοίον έφευγε και δεν ηδύνατο να το φθάση. Μετ' ολίγον ο Μάχτος έβλεπεν αυτό, με τα λευκά ιστία αναπεπταμένα, ως λάρον, επί του αμετρήτου κυανού πεδίου.
Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη.
Ομοίως δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, νομίζω ότι και το άκρυον, εάν ήτο άφθαρτον, οπόταν κανέν κρύον πράγμα επλησίαζεν επάνω εις την φωτιάν, αυτή ποτέ δεν θα εσβύνετο, ούτε θα εφθείρετο, αλλά θα έφευγεν εκείθεν απείρακτος. Άφευκτον είναι, είπεν ο Κέβης.
Ο εργάτης εξ αρχής είχεν αναγνωρίσει το μέρος όπου η τύχη τον έφερεν. Αλλά φοβούμενος μήπως πάθη και παρά των βλάχων ό,τι παρά των συγχωρικών του, ηθέλησε να κρυβή και θα έφευγεν, αν ήτο δυνατόν, πριν περικυκλωθεί από τους σκύλους. Ιδών όμως την χαράν με την οποίαν ο Νάσος τον υπεδέχετο, εσκέφθη ότι ούτος ή δεν ήξευρε τίποτε ή συνεπάθει εις την δυστυχίαν του.
— Μας περιπαίζει, ήρχισαν τότε να λέγουν οι αγορασταί· και ήρχισαν να τον κηνυγούν και να τον κτυπούν, οι υποδηματοποιοί με τα λωρία των και οι βυρσοδέψαι με τας ποδιάς των, και διά να τον περιπαίξουν του εφώναζαν: «Δέρματα! Να σου καμωμένε ημείς το δέρμα σου καθώς σου πρέπει ! Έξω από την πόλιν παλιάνθρωπε!» Και έφευγεν ο μεγάλος Κλώσος κακήν κακώς, καταδαρμένος και πονεμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν