Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;
Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.
ΖΕΥΣ. Πωπώ! με ποίαν βοήν το πλήθος επεδοκίμασε τους λόγους του Δάμιδος• ο δε δικός μας φαίνεται ότι περιέπεσεν εις αμηχανίαν• φαίνεται ότι τα έχει χάση, είνε φοβισμένος, τρέμει. Έτοιμος να ρίψη την ασπίδα, παρατηρεί γύρω διά να ιδή από πού να φύγη.
Επληροφορήθησαν ότι άνθρωπός τις όστις εγνώριζεν τον Ιησούν, όστις είχεν χρηματίσει πλησίον του και υπήρξε μαθητής του· είς εκ των δώδεκα ήτο έτοιμος να θέση τέρμα εις την αμηχανίαν των και να ανανεώση τας συνεννοήσεις μετ' αυτών τας οποίας είχεν αρχίσει ήδη προ ημερών.
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. Ραψωδία Ρ
Και συγχρόνως εφάνη επ' αυτού αρματοστόλιστος, εις την αριστεράν κρατών μακρύ καρυοφύλλι, μεγαλόσωμος ανήρ, ως ανδριάς μυθικού ήρωος εποπτεύοντος την αφιερωμένην χώραν κ' έτοιμος να επέλθη εναντίον των επιδρομέων.
Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.
— Ξέρω κ' εγώ; Ίσως... την συγκοπήν. — Έλα, βρε, μην είσαι ανόητος. Πόσες ώρες είνε που έφαες; — Θάνε τέσσερες και πλέον. — Ου! η πέψις έχει γίνει. Δεν υπάρχει κανείς φόβος. — Γιάννη, έχω κακά προαισθήματα... Αισθάνομαι ρίγος. — Τι θες να αισθάνεσαι, αφού είσαι γυμνός; Έλα πέσε. Κ' εγώ είμαι έτοιμος. — Φοβούμαι. Έχουν γίνει τόσα δυστυχήματα. — Δυστυχήματα;
Και παν μάθημα ή ασχολίαν, η οποία οδηγεί εις τούτο — αυτά είναι έκαστος έτοιμος ιδιαιτέρως να τα μάθη και να ασκηθή, όλα δε τα άλλα τα περιγελά.
Αλλ' εάν συ τους φοβήσαι, δος εις εμέ τους επικούρους και εγώ τους τιμωρώ διότι ήλθον εδώ. Σε δε είμαι έτοιμος να εκπέμψω εκ της νήσου.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν