Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Έν' άστρο ας μείνη ψηλά να μας παραστέκη. Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Ο Ήλιος έσβυσε απάνω στο στερέωμα κ' ένα άστρο, γλυκό σαν την Αφροδίτη, έλαμψε στο γαλάζιον αιθέρα, απάνω απ' το αγκάλιασμά τους. Κι' ο Αγαπημένος έσφιξε την αγάπη του απάνω στο στήθος του και κάρφωσε τα μάτια του απάνω στα δικά της.

Άμα σβήσανε οι τελευταίοι τόνοι, χύθηκε σιωπή στην κάμαρα, μια σιωπή όμως επίσημη. Η γυναίκα μου σηκώθηκε κ' έκλεισε το πιάνο. — Δεν μπορώ πια σήμερα, είπε για δικαιολογία. Μας κοίταξε όμως όλους κ' εννόησε ποια χαρά μας έδωσε. Το πρόσωπό της έλαμψε, πέρασε κοντά μου και πήγε στα παιδιά και τα πήρε κ' έσφιξε στους ώμους της τα κεφάλια τους. — Ευχαριστήστε το μικρό αδερφό, είπε. Αυτός με βοήθησε.

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Εκείνη τον πλήρωνε με τα ίδια χαϊδολογήματα. Σκάλωνε απάνου του με μισοκλεισμένα μάτια, λάουλάου σα να πήγαινε ν' αρπάξη κάτι τι πίσ' από το κεφάλι του. Άξαφνα όμως έσκουξε δυνατά· νιάου! Ο Αρχαιολόγος της έσφιξε την ουρά. Κι άμα την κατάλαβε πως πονεί την έσφιξε δυνατώτερα. Η γάτα έκανε χίλιους τρόπους για να γλυτώση από τα χέρια του.

Ο Σάπερλι θέλει να του στείλη γράμμα, να τον παρακαλέση, ότι ο Σάπερλι πρέπει να πεθάνη και όχι ο κύριος του σπιτιού εδώ!» Ο Ρούντυ του έσφιξε το χέρι και του είπε· «Η επιστολή δεν πηγαίνει εκεί! Δεν μας τον δίνει πίσωΔεν ήτο εύκολον να τον διαφωτίση ο Ρούντυ περί του αδυνάτου. — Τώρα είσαι το στήριγμα του σπιτιού», του είπε η θεία και ψυχομητέρα του και ο Ρούντυ πράγματι έγινε.

Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω.

Έτρεμε και το κάτω χείλος του, αλλά το δάγκωσε με λύσσα, και έσφιξε τις γροθιές του κι έπειτα τις άνοιξε, σαν να ήθελε να αρπάξει κάτι και να το πετάξει. «Τι έκαναρώτησε με αναίδεια.

Και για να εγκαρδιώσω όλους μας είπα: — Μου φαίνεται, θα πιστεύης πως εσύ έκαμες καλά τη μαμά. — Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε η γυναίκα μου. Κ' είδα πάλι στο πρόσωπό της την έκφραση, που μου είχε φανεί άλλοτε τόσο ξένη, μα και που άρχισα να την εννοώ σιγά σιγά. Έσφιξε σιγαλά το μικρό Σβεν στην αγκαλιά της κι από τα μάτια της στάξανε δυο λαμπερά δάκρυα.

Έλα με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.

Κάτι πήγε να πη ο άρρωστος, μα δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουνε τι έλεγε. Η Ασημίνα έκανε να μπήξη πάλι τις φωνές. Την έσφιξε απ' το χέρι ο Βαγγέλης.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν