Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και μέσα στην υγρή άχνη που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά ως ψηλά στον πυκνόν ουρανό, το Τόξο με τ' αρμονικά χρώματά του έλαμπε ζωνάρι ανεχτίμητο, υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι. Μα τι κατάρα που την επήραμε κ' εμείς! Το θεόσταλτο σημάδι που προλέγει πάντα την ησυχία των στοιχείων, στους ναυτικούς εγράφηκε να προλέγη θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια.
'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος, ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.
Κι' απ' την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και συχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κ' έλυωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που την βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο, αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου άνθρωπου, για την ομορφιά της, που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.
Μπροστά το μικρό χωριατόπουλο με γυμνά ποδάρια κι άφθονα μαλλιά, κρατώντας μέσα σ' ένα τενεκεδένιο κουτί τα στεφάνια του γάμου, τη μόνη ενθύμηση πόπαιρνε μαζί της από το χωριό της η νύφη, αχνή, αχνή παιδούλα. Ο γαμπρός κ' η νύφη περπατούν μαζί, ο ένας κοντά στον άλλον χωρίς μιλιά. Πίσω έρχεται η μάννα με τα δάκρια στα μάτια που τρέχουν στο ζαρωμένο πρόσωπό της.
Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, 'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου. αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν, και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, 'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».
Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν