Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Είχε το ένα πόδι του στον τάφο, μα τα μάτια του ήτανε βαθειά και ζωηρά, σαν μάτια παλικαριού, και το βλέμμα του το διαπεραστικό έλεγε πως ξέρει πολλά πράματα, που δεν τα ξέραν οι άλλοι. Είχε ακουμπισμένο το άσπρο του κεφάλι απάνω στον κορμό μιας πιπεριάς και κύτταζε παραπονεμένος το έρημο δρομαλάκι, που άσπριζε μες στην πρασινάδα του κάμπου.

Τούτο το έκαμνε διά να μη λησμονήση κανένα εορτάζοντα ζαλισμένος, όπως θα ήτο κοντά το μεσημέρι, από τα πολλά πιοτά, ύστερον όταν εξήρχετο της οικίας, μετά την επίσκεψιν, ή και πριν εισέλθη, λίαν επιδεξίως, με κιμωλίαν άσπριζε και εξήλειφε όσον το δυνατόν την μαύρην γραμμήν. Εφέτος όμως ο Πέτρος ο Γύφταρος απεφάσισε να τον εβγάλη απ' αυτόν τον κόπον.

Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.

Η κυρά Διαμαντηρείζενα τόσον το άσπριζε, το ασβέστωνε, το εσφουγγάριζε, το επαράκαμνεσχεδόν καθημερινώςτο ανωφερές εκείνο άδυτον του οίκου, όπου είχε τα Εικονίσματα με την κανδήλαν, ολίγα κιβώτια, ένα κομμόν, καναπέν κτλ., ώστε τούτο ήστραπτε κυριολεκτικώς από την λευκότητα και την καθαριότητα.

Άσπριζε η εξοχή από τ' άσπρα μαντήλια των κοριτσιών που φορούσαν στο κεφάλι για τον ήλιο, έφερνε στα φτερά του το μυρωμένο αγέρι στιχάκια αγάπης και καημού από τα τραγούδια των τρυγητών: Ψηλά την χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίση ο κλώνος και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος...

Αμέσως όμως μετά το πλάτωμα άσπριζε ανάμεσα στις ροδιές και τους φοίνικες το σπίτι του ντον Πρέντου, όμοιο με κατοικία Βερβερίνων: με τις αψιδωτές του πόρτες, τις χτιστές του στοές, τα παράθυρά του σε σχήμα μισοφέγγαρου.

Πασπάλαε αφρός τα στήθια τους, τ' άσπριζε γύρω η σκόνη, σα βγάζανε απ' τον τάραχο τον πονεμένο αφέντη. Και σαν τον είδε ο Έχτορας πως έφευγε οχ τη μάχη έσκουξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη 285 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, θάρρος, παιδιά, και βάρτε τους ατρόμητα σαν άντρες! Έφυγε ο πιο παλικαράς οχτρός, κι' εμένα ο Δίας μεγάλη δόξα μούδωκε.

Τι να ειπή που έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία του.

Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς-πλουτς, 'σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας. Σήκω, κυρά μ', να στολισθής, να πας ταχειάτα Φώτα. 'Στα Φώτα καιτον αγιασμό . . .

Του Νίκου, πούτονε γυρισμένος κατά τον τοίχο, μόλις φαινότανε λίγο το κατσαρό μαλλί που τόχε τούφφα πάνω απ’ το μέτωπο. Μα της Βεργινίας το πρόσωπο ήτον όλο απόξω, σα να φοβότανε μην πνιγή, κι άσπριζε σα μια χούφτα αφρός απάνω σ'ένα κύμα απλωτό- αφρός που δεν ήθελε να λυώση.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν