United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ- ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος της υποθέσεως.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ήταν ο πρώτος οπού εφόρεσεν άρματα. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Καλέ, δεν είχε άρματα. Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Τι; είσαι αβάπτιστος; Πώς εννοείς την Αγίαν Γραφήν; η Αγία Γραφή μας λέγει «ο Αδάμ έσκαπτε»· χωρίς άρ- ματα ημπορούσε να σκάπτη; Θα σου βάλω και ένα άλλο ζήτημα· εάν δεν μου δώσης σωστήν απόκρισιν, τότε εξο- μολογήσου πρώτα καιΒ’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Λέγε λοιπόν.

Ούτω το λευκόν φλέγμα διά τον αέρα των πομφολύγων του είναι επικίνδυνον, όταν εγκλείεται ούτος, και εάν έχη εκπνοάς έξω του σώματος είναι ηπιώτερον, αλλά καθιστά το σώμα ποικίλον, διότι γεννά εξανθή- ματα και λευκά στίγματα και άλλα τοιαύτα νοσήματα.

Εκτός δε τούτων, όταν από ανθρώπους ούτω κακώς συγκεκροτημένους γίνωνται κα- καί πολιτείαι, και κατ' ιδίαν και δημοσίως εις τας πόλεις εκφωνών- Β. | ται λόγοι, προσέτι δε δεν μανθάνωνται υπό των νέων μαθή- ματα θεραπεύοντα τα κακά ταύτα, τότε, τοιουτοτρόπως όλοι γίνον- ται κακοί, όσοι είναι τοιούτοι, διά τας δύο αιτίας όλως ακουσίας.

Και όμως είχετο κούτελον ένα πρήξι- μον ωσάν αυγόνφοβερόν πρήξιμον! Και έκλαιε δυ- νατά! «Τι είν' αυτά, λέγει ο μακαρίτης· μου πέφτεις προύμυτα τώρα, λέγει· όταν βάλης γνώσιν, θα πέφτης ανάσκελα. Αλήθεια, Ζουλή;» κ' εκείνο αφίνει τα κλαύ- ματα και του λέγει, ναι. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τώρα σου λέγω σώπαινε, και παύσε, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ιδού που ετελείωσα. — Θεός να σε χαρύνη!

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Το ύδωρ όμως διαιρεθέν υπό του πυρός ή και υπό του αέρος, δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι γίνεται ανασυνιστώμενον έν σώμα πυρός και δύο αέρος. Ως προς τα τμήματα δε του αέρος, εξ ενός Ε. | μέρους αυτών, όταν διαλυθή, δύνανται να γίνωσι δύο σώ- ματα πυρός.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...