United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δυστυχής Βράγγης, ου η ψυχή είχεν αναβή εις τους οδόντας, κατά το κοινόν λόγιον, ησθάνθη ότι μάταιον ήτο του λοιπού να μεριμνά περί του αρπαγέντος πράγματος και ότι καλλίτερον θα ήτο να φροντίση περί της ιδίας αυτού ασφαλείας. Όθεν σταθείς επί στιγμήν τινα, εστράφη εις τα οπίσω, και αμυνόμενος διά λίθων κατά των δύο κυνών, εξήλθεν ως τάχιστα εκ του μέρους εκείνου.

Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο Νίκος. Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κ' εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν. Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος.

Φάγε λοιπόν και κοιμήσου. Τοιαύτη είναι η περί σου μέριμνα ημών και συμπάθεια, ώστε θα είμεθα πάντοτε φίλοι σου. Χαίρε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κύριέ μου, δέσποτα! ΚΑΙΣΑΡ. Όχι τοιούτον τίτλον. Χαίρε. ΕΙΡΑΣ. Ετελείωσαν όλα, κυρία. Επέρασεν η λαμπρά ημέρα και μας έρχεται σκότος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πήγαινε ταχέως· έδωκα ήδη διαταγάς, και όλα είναι έτοιμα· πήγαινε να είπης να σπεύσουν. ΧΑΡΜΙΟΝ. Πηγαίνω, κυρία.

Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλώντην μέση ανθρώπων, φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.

Ομολογώ δε ότι και εγώ, εις την σημερινήν εποχήν τουλάχιστον, δεν ευρίσκω όλως αδικαιολόγητον τον θαυμασμόν του. Μετά πόλεμον, κατά τον οποίον τόση παρουσιάσθη μικροψυχία, τόση μέριμνα διά το σαρκίον, δεν είνε μικρόν πράγμα να βλέπης ένα άνθρωπον επαναστατούντα κατά της κοινωνίας και των νόμων αυτής και κηρύττοντα πόλεμον κατ' αυτής αδιάλλακτον.

Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι πλέον σήμερον τα θαύματα; Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και κυρία των γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των ελληνικά· και τα εμάνθανον αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού.

Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε·Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία. Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.

Άλλη μέριμνα της πτωχής γρηάς! Έπρεπε να κάνη καλωσύνη μέχρις ου πατήση η άνοιξις.

Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν. Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοίτο δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».