United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μόρχολτ είπε πάλι: «Ποιος από σας, άρχοντες της Κορνουάλης, θέλει να δεχθή την πρόκλησί μου; Του προσφέρω μια ωραία μάχη: σε τρεις ημέρες θα πάμε με βάρκες στο νησί του Αγίου Σαμψών, στο πέλαγος του Τινταγκέλ. Εκεί, ο ιππότης σας κ' εγώ θα παλαίψουμε ολομόναχοι. Και η δόξα ότι ανάλαβε τον αγώνα αυτό θα φωτίση όλη τη γενιά του». Σώπαιναν πάντα εκείνοι.

Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.

Όμως δυο άνθρωποι, ο Ρόχαλτ και ο Βασιληάς Μάρκος της Κορνουάλης υπεστήριξαν τ' ορφανό και το περιπλανώμενο παιδί, και οφείλω να τους ονομάζω πατέρες. Δεν έχω χρέος, το ίδιο, όπως απέδωκα στον πατέρα μου τα δικαιώματά του, να τ' αποδώσω και σ' αυτούς; Λοιπόν δυο πράγματα έχει ένας άνθρωπος σαν και μένα: τον τόπο του και το σώμα του. Στον Ρόχαλτ από δω, δίνω τον τόπο μου.

Εγώ κόρην μου δεν την θέλω, ούτε ποτέ θα ξαναϊδώ, ποτέ, το πρόσωπόν της! Λοιπόν να φύγετ' απ' εδώ χωρίς ευχήν κι' αγάπην, χωρίς την ευλογίαν μου! — Ω Βουργουνδέ γενναίε, έλα . Σάλπιγγες. Εξέρχονται ΛΗΡ, οι ΔΟΥΚΕΣ της ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΙΑΣ, της ΑΛΒΑΝΙΑΣ και της ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ, ο ΓΛΟΣΤΕΡ και αι συνοδείαι αυτών. ΒΑΣ. ΓΑΛ. Αποχαιρέτισε τας δύο αδελφάς σου.

Ως προς εσένα, έννοια σου, κ' εγώ θα εύρω τρόπον να γίνης κληρονόμος μου εσύ, καλό παιδί μου. Εισέρχονται ο ΔΟΥΞ ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ, η ΡΕΓΑΝΗ και η συνοδεία αυτών. ΚΟΡΝ. Πώς είσαι, φίλε μου καλέ; Ακόμη μόλις ήλθα, και πράγματα παράδοξα κι' ανήκουστα μανθάνω. ΡΕΓ. Αν είν' αλήθεια ένοχος, ολίγον του θα είναι όσον και αν τιμωρηθή, — Αυθέντα μου, πώς είσαι; ΓΛΟΣΤ. Κυρία μου, ερράγισεερράγισ' η καρδιά μου!

Λοιπόν μάθετε, ότι σύμφωνα με παληές συνθήκες, οι Ιρλανδοί μπορούσαν να πέρνουν από την Κορνουάλην τον πρώτο χρόνο τρακόσες λίτρες χάλκωμα, το δεύτερο τρακόσες λίτρες καθαρό ασήμι και τον τρίτο τρακόσες λίτρες χρυσάφι. Αλλά, κάθε τέταρτη χρονιά, έπερναν με κλήρο απ' όλες της οικογένειες της Κορνουάλης τρακόσια παιδιά και τρακόσια κορίτσια δέκα πέντε χρονών.

Έτσι για την αγάπη του Βασιληά Μάρκου, με την πονηρία και με τη δύναμι, ο Τριστάνος επραγματοποίησε την αίτησι της Βασίλισσας με τα χρυσά μαλλιά. Όταν επλησίασε ο καιρός να παραδώση την Ιζόλδη στους ιππότες της Κορνουάλης, η μητέρα της εμάζεψε χόρτα, άνθη και ρίζες, τα ανακάτεψε μέσα σε κρασί, και ετοίμασε ένα δυνατό ποτό.