United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το απέδωκα εις ιδικήν μου παραξενιά και όχι εις κακήν πρόθεσιν ιδικήν των. Θα το εξετάσω καλλίτερα. — Αλλά πού είναι ο τρελλός μου; Έχω δύο ημέρας να τον ιδώ. ΙΠΠΟΤ. Είναι καταλυπημένος, αφ' ότου ανεχώρησε διά την Γαλλίαν η κόρη σου. ΛΗΡ Αρκεί. Το παρετήρησα κ' εγώ. — Πήγαινε συ και ειπέ της κόρης μου ότι θέλω να της ομιλήσω. Εξέρχεται ο υπηρέτης.

Η θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ' εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου. Εν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ’ εις την αδυναμίαν της. Τα ατρεμούντα ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα στήθη των.

Όμως δυο άνθρωποι, ο Ρόχαλτ και ο Βασιληάς Μάρκος της Κορνουάλης υπεστήριξαν τ' ορφανό και το περιπλανώμενο παιδί, και οφείλω να τους ονομάζω πατέρες. Δεν έχω χρέος, το ίδιο, όπως απέδωκα στον πατέρα μου τα δικαιώματά του, να τ' αποδώσω και σ' αυτούς; Λοιπόν δυο πράγματα έχει ένας άνθρωπος σαν και μένα: τον τόπο του και το σώμα του. Στον Ρόχαλτ από δω, δίνω τον τόπο μου.

Νομίζω ότι τοιαύτη είνε η θέσις μου απέναντι τούτου, τον οποίον έσωσα και όστις μου οφείλει την ζωήν, αφού του απέδωκα την ύπαρξιν και το λογικόν, ότε ήδη οι άλλοι ιατροί τον είχον απελπίσει και ωμολόγουν ότι η επιστήμη των ήτο ανίκανος να καταπολεμήση το νόσημά του.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά, και φαίνεται ότι θα περάσω και καλά, διότι βλέπω ότι ετοιμάζονται τέσσαρα συμπόσια. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· ουδέποτε σε εμίσησα· σε είδον μαχόμενον και εζήλευσα την ανδρείαν σου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε σε ηγάπησα πολύ· αλλά σε επήνεσα όταν δεκάκις ήσο άξιος των επαίνων τους οποίους σου απέδωκα. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχε πάντοτε την αυτήν ειλικρίνειαν, διότι αύτη σου αρμόζει θαυμασίως.

Εν τη συγχύσει μου ως εκ της πτώσεως δεν απέδωκα ιδιαιτέραν σημασίαν εις την άλλως εκπληκτικήν αυτήν λεπτομέρειαν· αλλά μετά τινα δευτερόλεπτα και ενώ ακόμη ευρισκόμην εξηπλωμένος κατά γης προσήλωσα την προσοχήν μου. Ενώ το πηγούνι μου ανεπαύετο επί του εδάφους της φυλακής μου, τα χείλη και το ήμισυ του προσώπου μου ευρίσκοντο εις τον αέρα.

Έλεγε δε η επιστολή, ότι «εγώ ο Θεμιστοκλής έρχομαι προς σε, αφού επροξένησα εις τον οίκον σου πλειότερα κακά παρ' όσα ουδείς των άλλων Ελλήνων, καθ' όλον τον χρόνον ότε ηναγκάσθην να υπερασπισθώ εμαυτόν εναντίον του επελθόντος πατρός σου· αλλά πολύ περισσότερα τω απέδωκα καλά όταν, εις την αποχώρησίν του, εγώ μεν ήμην ασφαλής, εκείνος δε διέτρεχε πολλούς κινδύνους.