United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ερχάμενος από τη Μιτυλήνη κάποιος, που ήτανε δούλος στον ίδιο αφέντη με το Λάμωνα, έφερνε είδηση, πως λίγο πριν τον τρύγο θάρθη ταφεντικό τους για να μάθη μήπως τα χτήματά του τάβλεψε@ καθόλου το έμπασμα των Μεθυμνιωτώνε.

Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον.

Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α .

Κι άρπαζε πολλά κοπάδια, πολύ σιτάρι και κρασί, επειδή μόλις είχε τελειώσει ο τρύγος· μα κι ανθρώπους όχι λίγους, όσοι απ' αυτούς δουλεύανε στα χτήματα. Έπεσεν επάνω και στης Χλόης και του Δάφνη τα υποστατικά· κι αφού βγήκεν έξω, άρπαζεν όσα έβρισκεν εμπρός του.

Του το είχεν είπει μία τουρκογύφτισσα που πωλούσε κόσκινα: — Εσύ καλό άνθρωπο είσαι, εσύ παράδες έχει, εσύ χτήματα, χρήματα έχει, μα εσύ κάτι θα πάθη άμα πατήση τα πενήντα! Η σύζυγός του ήτο ωραία, νέα, μ' ευγενείς τρόπους· η Γερακίτσα τα είχεν όλα αυτά· πλην εφάνη μετά τον γάμον ότι ήτο και φιλόδοξος.

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.

Στην αρχή το μάζεμα τω φόρων εκείνων τόπαιρναν απάνω τους οι Αρχόντοι κάθε χωριού. Κατόπι τους πλέρωναν οι μεγαλήτεροι χτηματίες ίσια στο βασιλικό ταμείο και για τα χτήματά τους και για τους ανθρώπους τους.

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται.

Και στη Βουλγαρία, ως τα τώρα, όπου βρίσκουνταν Έλληνες ήταν κ' ελληνικές κοινότητες, κι όταν αποφάσισαν οι Βούλγαροι να ξεπατώσουν τον Ελληνισμό από την Ανατολική Ρωμυλία, κατασύντριψαν τις κοινότητες, άρπαξαν δηλαδή εκκλησιές και σκολειά, έδιωξαν δεσποτάδες, παπάδες και δασκάλους, ρήμαξαν κοινοτικά χτήματα, τρόμαξαν τον κόσμο ― κ α ι π α ν ο ι κ ο ι ν ό τ η τ ε ς.