Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


ΚΕΝΤ Ήτο πριν φύγη ο βασιλεύς; ΙΠΠΟΤ. Όχι· κατόπιν ήτο. ΚΕΝΤ Ω Ληρ, ο φίλε, είν' εδώελεεινός και μαύρος! Είν' ώραις που συνέρχεται και 'ξεύρει τι συμβαίνει, αλλά την θυγατέρα του να την ιδή δεν θέλει. ΙΠΠΟΤ. Και διατί; ΚΕΝΤ Η εντροπή τον εμποδίζει, φίλε, διότι ήτον άδικος.

Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό.

Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον ταςπερί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω.

Ούτος περιωρισμένος εντός των ανακτόρων εσκέπτετο περί του πρακτέου μετά των συμβούλων, παρασκευάζων πλοία διά να φύγη. Πράγματι δε όλοι σχεδόν οι περί αυτόν συνεβούλευαν την φυγήν. Τότε έσωσε τον αυτοκράτορα διά του πνεύματος και της τόλμης της η Θεοδώρα.

Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του , αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του.

Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της. — Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες! Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη. — Πού πας, μάνα; — Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.

Βοηθήσατέ με να εξέλθω. Λιποθυμώ. Ειράς, Χάρμιον. — Δεν είναι τίποτε. — Πήγαινε να εύρης αυτόν τον άνθρωπον, αγαπητέ μου Αλεξά· ερώτησε τον περί των χαρακτηριστικών της Οκταβίας, της ηλικίας και των ορέξεών της, μη λησμονήσης και το χρώμα της κόμης. Φέρε μου γρήγορα απόκρισιν. Ας φύγη διά παντός. — ΌχιΧάρμιον· μολονότι αφ' ενός μεν παρίσταται ως Γοργώ, αφ' ετέρου δε ως Άρης.

Δύο, είπε, τέλεια δημιουργήματα είδεν ο κόσμος, τον Ολύμπιον Δία και τον Πρωτέα• πλάστης δε και τεχνίτης του μεν πρώτου υπήρξεν ο Φειδίας, του δε δευτέρου η Φύσις• αλλά τώρα το άγαλμα τούτο θα φύγη εις την αθανασίαν, φερόμενον επί του πυρός, και θα καταταχθή μεταξύ των θεών, αφήνον υμάς ορφανούς.

και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Όταν εξημέρωσε, προσκαλέσας δεκαπέντε επισήμους Πέρσας, τους διέταξε να συνοδεύσωσι τον Δημοκήδη και να περιέλθωσι μετ' αυτού τα παραθαλάσσια της Ελλάδος, προσέχοντες να μη τους φύγη ο Δημοκήδης· αλλ' αφεύκτως να τον φέρωσιν οπίσω.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν