Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ήθελον να τον αναγκάσωσι να φύγη λέγοντες ότι δεν έπρεπε ουδέ στιγμήν πλέον να χάση. Εκείνος εβαυκαλίζετο ακόμη με ελπίδας.
Έξη μήνες ο Γαϊνάς από τη μια κι ο Τύφος από την άλλη έφεραν άνω κάτω την Πόλη με τις ραδιουργίες τους, πότε το παλάτι ζητώντας να κυριέψουν, πότε το δημόσιο το θησαυρό ναρπάξουν. Ξεφύτρωσαν όμως άξαφνα νέοι αντίπαλοι· είχε και μέσα στο στρατό πολλούς που δεν τονέ χωνεύανε. Βλέποντας λοιπόν τόση αντίσταση και μην μπορώντας να πετύχη τους σκοπούς του, αποφασίζει να φύγη από την Πρωτεύουσα.
Πρώτον, λέγουσιν, οι δύο στρατοί σταθέντες αντικρύ έρριπταν μακρόθεν βέλη· έπειτα, αφού ετελείωσαν τα βέλη, συνεπλάκησαν σώμα προς σώμα, με τας λόγχας και τα εγχειρίδιά των· επί πολύ δε αμφότερα τα μαχόμενα μέρη επέμενον καρτερικώς και κανέν δεν ήθελε να φύγη.
Όταν ο Τριστάνος γύρισε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι, κ' έρριξε μακρυά το ραβδί και την κάπα του προσκυνητή, αισθάνθηκε βαθειά στην καρδιά του ότι ήρθε η ώρα να κρατήση το λόγο που είχε δώσει στο Βασιληά Μάρκο, και να φύγη μακρυά από την Κορνουάλλη. Τι χασομερούσε ακόμη; Η Βασίλισσα είχε δικαιλογηθή, ο Βασιληάς την αγαπούσε, την τιμούσε.
Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεται — πασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα: — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος.
— Για νερό εδώ κοντά! — Κάθεσε με την Δεκοχτούρα, — Ναι; είνε κερά μου. — Είσαι πολύ καιρό μαζή της; — Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη. — Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης. — Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε. — Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη. ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην.
Και μία μεν μερίς εξ αυτών εισαγαγούσα επικουρικόν στρατόν από Αρκάδας και βαρβάρους, τους οποίους είχε στείλει ο Πισσούθνης, εκλείσθη εις διατείχισμά τι· εισήλθον δ' επίσης μετ' αυτών και εκυβέρνων τας υποθέσεις όσοι από τους Κολοφωνίους της άνω πόλεως ήσαν φίλοι των Μήδων· η δε αντίπαλος μερίς αναγκασθείσα να φύγη προσεκάλεσε τον Πάχητα.
Ημείς δε καταλαβόντες τον τόπον, ο οποίος έμεινεν έρημος από τους εχθρούς, εζώμεν του λοιπού ησύχως κ' επερνούσαμεν τον καιρόν μας εις ασκήσεις και κυνήγια, καλλιεργούντες ταμπέλια και συγκομίζοντες τους καρπούς των δένδρων• εν γένει δε ωμοιάζαμεν με ανθρώπους οίτινες καλοπερνούν χωρίς δεσμά εις φυλακήν μεγάλην, από την οποίαν η φυγή είνε αδύνατος.
Ω! σπαθιά, φωτιά!...Σας έχει πληρωμένους! Διεφθαρμένε δικαστά, πώς άφησες να φύγη; ΕΔΓΑΡ Να ευλογήσουν οι θεοί τας πέντε σου αισθήσεις! ΚΕΝΤ Ω θλίψις! Κ' η υπομονή, αυθέντα μου, πού είναι, που εσυχνοκαυχήθηκες ποτέ να μη την χάσης; ΛΗΡ Να τα σκυλάκια! τα σκυλιά! Ιδέ τα, πώς γαυγίζουν! ΕΔΓΑΡ Τώρα να τα δώση κατακεφαλιαίς ο τρελλός. Έξω απ' εδώ, βρωμόσκυλα Εμπρός! δρόμον!
Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν