Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Το χειρότερον όμως, το οποίον και θα σας είπω, είναι ότι μεταβάλλει νόμους πατροπαραδότους, βιάζει γυναίκας, φονεύει ανθρώπους χωρίς να τους δικάζη.
Ο Νεοπτόλεμος, χωρισθείς από την Ανδρομάχην, νυμφεύεται την Ερμιόνην, θυγατέρα του Μενελάου, η οποία μετά του πατρός της Μενελάου συνεννοείται να φονεύσουν τον από του πρώτου γάμου υιόν του συζύγου. Ο πάππος του Πηλεύς τον σώζει, αλλ' ο Μενέλαος μ’ επιβουλήν φονεύει τότε τον Νεοπτόλεμον. Δρ. 1.50 Άλκηστις.
Η υπερβολή όμως των απτών, ήτοι των θερμών και ψυχρών και σκληρών φονεύει το ζώον . Διότι η υπερβολή παντός αισθητού αντικειμένου καταστρέφει το όργανον της αισθήσεώς του, ώστε και του απτού η υπερβολή καταστρέφει την αφήν, η αφή δε είναι η αίσθησις, δι' ης ορίζεται η ζωή, διότι απεδείχθη ότι άνευ αφής είναι αδύνατον να υπάρξη ζώον.
Εγώ μετά τούτο έφυγα• αφού έγεινα ποιητής της όλης τραγωδίας, αφήκα εις τον τραγωδόν τον νεκρόν και την σκηνήν και το ξίφος και τα λοιπά του δράματος• φθάσας δ' εκείνος και ιδών τον μονογενή υιόν του μόλις αναπνέοντα ακόμη, καταιματωμένον και κατασφαγμένον και φέροντα τραύματα πολλά και συνεχή, ανεφώνησε• τέκνον μου εχαθήκαμεν, εφονεύθημεν, ετυραννοκτονήθημεν, Πού είνε ο φονεύς σου; διατί δεν φονεύει και εμέ; τι με αφίνει αφ' ου ήδη ο θάνατός σου, τέκνον μου, με φονεύει; ή με περιφρονεί ως γέροντα και με την βραδύτητα θέλει να με τιμωρήση περισσότερον και παρατείνει τον θάνατόν μου και κάμνει μακρότερον το μαρτύριόν μου;
Ο Τούρκος αντέτεινεν, επειδή δε ο Έλλην επέμενεν εις την αρπαγήν προσθέτων και απειλάς, ο Τούρκος στενοχωρηθείς πυροβολεί κατά του Έλληνος με την πιστόλα του. Οι στρατιώται οι οποίοι, φαίνεται, επεθύμουν αιτίαν, έλαβον αμέσως μέρος εις την ταραχήν, και ο μεν πλησιέστερος κτυπά και φονεύει τον Τούρκον, οι δε λοιποί επιπίπτουν εις τους άλλους.
Σου φέρει σύκα. Πόσον γενναίαν πράξιν δύναται να πράξη ελάχιστον εργαλείον! Μου φέρει την ελευθερίαν. Ελήφθη η απόφασίς μου, και ουδέν γυναικείον υπάρχει επ' εμού. Τώρα είμαι άκαμπτος ως μάρμαρον από κεφαλής μέχρι ποδών. Δεν είναι πλέον πλανήτης μου η άστατος σελήνη. ΦΥΛΑΞ. Αυτός είναι. Μήπως έχης εκεί τον εύμορφον εκείνον σκώληκα του Νείλου, ο οποίος φονεύει χωρίς να προξενή πόνον;
Και πολλοί μεν βόες συγκατακαίονται με τους μάντεις, πολλοί δε σώζονται περικεκαυμένοι αφού κατακαυθή ο ρυμός αυτών. Κατακαίουσι δε τους μάντεις ουχί μόνον διά την αιτίαν την οποίαν ανέφερα, αλλά και δι' άλλας αιτίας, ονομάζοντες αυτούς ψευδομάντεις. Όσους δε φονεύση ο βασιλεύς, τούτων ουδέ τα τέκνα αφίνει, αλλά φονεύει τα άρρενα και παραιτεί τα θήλεα.
ΚΥΝ. Διότι δεν πράττομεν τίποτε οι άνθρωποι με την θέλησίν μας, αλλ' υπακούομεν εις μίαν ανάγκην αναπόφευκτον, εάν είνε αληθή εκείνα τα οποία προηγουμένως ωμολόγησες, ότι η Μοίρα είνε πάντων η αιτία• και αν φονεύη κανείς, αυτή φονεύει, και αν ιεροσυλή, εκτελεί της Μοίρας προσταγήν.
Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει• 'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»
Δεξιά λοιπόν όπως εισερχόμεθα, η ιστορία ενός ήρωος εξ Άργους αναμιγνύεται προς γεγονός το οποίον συνέβη εις την Αιθιοπίαν• ο Περσεύς φονεύει το κήτος, ελευθερώνει την Ανδρομέδαν και μετ' ολίγον θα την νυμφευθή και θα την οδηγήση εις την Ελλάδα. Το επεισόδιον τούτο είνε συνέχεια της εκστρατείας του κατά των Γοργόνων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν