Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Δεν είνε όμως ένας, αλλά τριακόσιοι σχεδόν έκαμαν εταιρικώς την αγοράν. ΖΕΥΣ. Ας τον πάρουν και ας έλθη άλλος. ΕΡΜ. Θέλεις να φέρωμεν αυτόν τον ακάθαρτον τον καταγόμενον από τον Πόντον; ΖΕΥΣ. Μάλιστα. ΕΡΜ. Συ με την σακκούλα, που έχεις γυμνούς τους ώμους, έλα και φέρε ένα γύρο διά να σε ιδούν όλοι. Πωλείται βίος ανδροπρεπής, βίος άριστος και θαρραλέος, βίος ελεύθερος. Ποιος θέλει να τον αγοράση;

Εάν όμως είσαι αποφασισμένος να επιμείνης εις την μανίαν σου, εξακολούθει ν' αγοράζης βιβλία, έχε τα κλεισμένα εις την οικίαν σου και απολάμβανε την δόξαν των αποκτημάτων τούτων. Και τούτο σου είνε αρκετόν. Αλλά μη τα εγγίζης, μη τα αναγινώσκης, ούτε φέρε εις την γλώσσαν σου λόγους αρχαίων συγγραφέων και ποιήματα τα οποία ουδέν κακόν σου έκαμαν.

Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου. — Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι. Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·

Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε: — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά σου. Φέρε μου την λυχνίαν. Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.

Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια στην Τροίαπου έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — 390 το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο διά την Βασίλισσαν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Απ' τον Αμλέτον! ποίος τα 'φερε; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου· αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη από τον κομιστήν και τα δωκεεμένα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Λαέρτη, θα τ' ακούσης. — Μόνους άφησέ μας. Μάθε ότι είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου.

η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη, μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του. —Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . . —και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . . —άλλος κεριά να φέρη. . . —και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .

Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς, και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,

Ο Άμασις έτυχε κατ' εκείνην την στιγμήν να ήναι έφιππος· ανεγερθείς δε επί των αναβολέων του αφήκε πορδήν και είπε· «Λάβε και φέρε το εις τον Απρίην.» Ο Πατάρβημις όμως δεν έπαυεν επιμένων και συμβουλεύων αυτόν να μεταβή προς τον βασιλέα όστις τον εμήνυε.

Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε. Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν