Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Εκείνο σήκωσε για μιας τα κίτρινα βλέφαρά του, και φάνηκαν τα μεγάλα μάτια του, κίτρινα-κίτρινα και γυαλωτά, κι έβλεπε χωρίς να νιώθη τριγύρω του. Το κορμάκι του μέσα στα χωριάτικα φουστανάκια του, μόλις χάραζε· είταν πετσί και κόκκαλα, ενώ η κοιλιά του θολωτή και μπακανιάρικη, πετιώνταν φουσκωτή μπροστά.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι. αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων, να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα. και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330 με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου, πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».

Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε.

Κι' όπως σε νάφτες που ποθούν μια στάλα αγέρι πρύμο, του Κρόνου τους το στέλνει ο γιος σαν τύχει κι' αποστάσουν 5 χτυπώντας με τα λάτινα καλόξυστα κουπιά τους το κύμα, κι' είναι η μέση τους απ' τη δουλιά κομένη· έτσι κι' αφτούς, σα φάνηκαν, οι Τρώες τους ποθούσαν.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο... Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο.

Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.

Μόλις ο υπενωμοτάρχης με τους δυο χωροφύλακας φάνηκαν σ' ένα στενό σοκάκι και ζύγωσαν σ' ένα μικρό μπακάλικο κινήθηκαν τα παιδιά, κινήθηκαν οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι άντρες, οι γέροντες, όλοι αναστατώθηκαν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν