United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστεκαν λοιπόν αυτοί οι δυστυχισμένοι νυμφίοι πολλά θλιμμένοι, στοχαζόμενοι το τέλος που έμελλε να κάμουν, και απέρασαν εκείνες τες ολίγες ημέρες κλαίοντες και παραπονούμενοι. Εστοχάσθηκαν ως τόσον να εύρουν το μέσον διά να φύγουν, μα δεν εστάθη τρόπος, επειδή και οι φύλακες ήταν πολλά πιστοί, όθεν εδόθηκαν εις την υστερινήν απελπισίαν.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.

Εσύ ενθυμείσαι ω Ταλμούχ, την υστερινήν βραδειάν, οπόταν ήθελες να μισεύσης από τον κήπον, το τάξιμον που σου έκαμεν η Τζελίκα, διά το οποίον την ερχομένην ημέραν με κράζει και μου λέγει· αγαπημένη μου Καλεκάρη, εγώ από την αγάπην που έλαβα εις τον Ταλμούχ θέλω να τον κάμω ευτυχή, και θέλω να ζήσω με αυτόν, μακάρι να ήξευρα να κινδινεύση η ζωή μου χίλιες φορές· τι στράταν το λοιπόν με ερμηνεύεις να πιάσω διά να λάβω την επιθυμίαν μου; Εγώ εις αυτά τα λόγιά της, δεν έλειψα που να την αντικόψω από αυτήν την απόφασιν, λέγοντάς της χίλιες ερμηνείες, διά να της εβγάλω τες φαντασίες του έρωτος που την είχαν περιπλεγμένην, μα τίποτε δεν ωφέλησαν τα όσα της είπα, και αφού εγνώρισα την σταθερότητά της, και το αμετάβλητον της γνώμης της, της είπα.

Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας.

Οπόταν δε είδα πώς εκείνος έφυγεν, έτρεξα εγώ και επήγα εκεί, και σκάπτοντάς τον ίδιον λάκκον έβγαλα εκείνο το σακκί· βγάνοντάς το βλέπω που ήτον μέσα μία ωραιοτάτη νέα, η οποία εφαίνετο πως να έδινε την υστερινήν αναπνοήν· τα φορέματά της, με όλον που ήταν γεμάτα από αίματα, δεν εμπόδισαν που να την φανερώνουν πώς ήτον από αίμα ευγενικόν.

Τότε εστοχάσθηκα τα υστερνά λόγια του πατρός μου· μα ήτον πολλά αργά, που δικαίως μου ετύχαινε να έλθω εις εκείνην την κατάστασιν, και έλεγα κτυπώντας την κεφαλήν μου· διατί να μην ακούσω τες νουθεσίες του πατρός μου; διατί να κάμω τέτοια πράγματα και να έλθω εις τέτοιαν κατάστασιν, να κατασταθώ παίγνιον των συνομηλίκων μου; διατί να σταθώ τόσον άφρων και να μη τον υπακούσω εις τα όσα μου είπε διά το καλόν μου; μα σαν δεν τον υπήκουσα εις τα πρώτα του λόγια, θέλω τον υπακούσει εις την υστερινήν απόφασιν που είπε· θέλω το λοιπόν να κάμω καθώς με εδιέταξε, και να υπάγω να κρεμασθώ ετούτην την στιγμήν εις το δένδρον που μου εδιώρισε· και έτσι ημπορώ να ελευθερωθώ από τα βάσανα που μέλλουν να μου έλθουν.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.