Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας. Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον. Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν του Χίλωνος. — Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων.
Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.
Συγχρόνως μας έφεραν το λεγόμενον εντελές δείπνον δηλαδή μίαν όρνιθα δι' έκαστον και κρέας αγριοχοίρου, λαγόν και ψάρια τηγανητά, σησαμωτά γλυκίσματα και διάφορα τραγήματα, τα οποία επετρέπετο ν' αποκομίσουν όσοι εκ των συμποτών ήθελαν. Δεν είχε δε παρατεθή εις έκαστον ιδιαίτερον πινάκιον, αλλ' έν εις εκάστην τράπεζαν.
— Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι. — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα; — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν. — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας. Και εξήλθον του ατρίου. Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας. Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς.
Η Κρατήρα αφαιρέσασα τότε το τσόχινον μπαμπουκλί της και περιβληθείσα μίαν λευκήν και χονδρήν φανέλλαν, καταβαίνουσαν μέχρι της οσφύος, ήρχισε να παραθέτη την τράπεζαν εγγύς της πυράς επί του σοφά.
— Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν. Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγος του. Ο λόγος ήτο περί σκύλων. Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν καπνίζοντες.
Η Λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί μετά μεγίστης παρρησίας πνεύματος να καθησυχάση τους παρά την τράπεζαν φίλους, εξηγούσα ότι ο Μάκβεθ υπόκειται εις το πάθος τούτο από νεαράς ηλικίας, αλλ' ότι το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, — και απευθυνομένη μετά ταύτα κατ' ιδίαν, προς τον σύζυγον προσπαθεί να τον επαναφέρη εις τας αισθήσεις του.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του. Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα.
Οι σκαιοί παρισινοί, ως τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδέποτε κατώρθωσαν να εννοήσωσι και εκτιμήσωσι την κομψήν εκείνην χάριν, μεθ' ης ανατρέπει την τράπεζαν του ο είς των τριών γραφέων εν αρχή της τρίτης πράξεως, και συνανατρέπεται μετ' αυτής κυλιόμενος επί της σκηνής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν