Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Χωρίς άλλο ήτο όνειρον εξ ουρανών διά την εις τα έθιμα της πατρίδος μου πίστιν ατίμητος αμοιβή. Συμμετέσχον τότε, χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου. Ο Παπά-Γιάννης ο εφημέριος του Νεκροταφείου με το θάρρος οπού είχε της γνωριμίας, έλαβε πάραυτα θέσιν παρά την τράπεζαν, και ανέζησε πάραυτα πότος εκπνέων. — Χριστός γεννάται, εκραύγασεν ο ιερεύς όλος χαρά· και εγέλα όλος.
— Κυρία Ζοαγέλ, θα σας είμαι υπόχρεως να κάθησθε ολίγον ευπρεπέστερα, διέκοψεν ο κ. Μαγιάρ θυμωμένος. Ένα από τα δύο· ή θα κρατήσετε μίαν στάσιν, όπως αρμόζει, ή θα φύγετε αυθωρεί από την τράπεζαν. Εκλέξατε! Έκυψε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. Αλλά νεωτέρα κυρία επανέλαβε το θέμα της συνομιλίας. Ήτο η ωραία νεάνις, την οποίαν συνηντήσαμεν εις την αρχήν των διηγήσεών μας.
Λέγοντας έτσι εκείνη επήρε τον Κουλούφ από το χέρι και τον έφερεν εις μίαν σάλαν και εκεί εκάθησαν όλες εις μίαν μακράν τράπεζαν, η οποία ήτον γεμάτη από πολυποίκιλα και νόστιμα φαγητά και πιοτά. Και αφού έφαγαν και έπιαν, εσηκώθηκαν οι σκλάβες από την τράπεζαν και άλλες επήραν και ελαλούσαν διάφορα όργανα, και άλλες ετραγουδούσαν με αγγελικές φωνές, και άλλες εχόρευαν διαφόρους χορούς.
Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος Μελέτης. Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός κοιτών.
— Ο Καλλικάντζαρος! Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθήσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα. Η φωνή αύτη μ' εξήγειρε του ύπνου. Το όνειρόν μου έπαυσε.
Ο Ανδρέας μόνος, ο ανεψιός μου, όστις δεν καπνίζει ακόμη ή καπνίζει εν τω κρυπτώ, έπαιζεν εις μίαν γωνίαν με τον σκύλον του. Αλλ' η θορυβώδης εκδήλωσις της αμοιβαίας των δύο τούτων αγάπης δεν συνετέλει ούτε προς διασκέδασιν, ούτε προς την καλήν χώνευσιν ημών των περί την τράπεζαν πρεσβυτέρων.
— Ω! εφώναξε, και επήδησεν οπίσω. Τον είδα! Τρομερόν πράγμα! Κατόπιν εκάθισαν πάλιν εις την τράπεζαν και έπιαν κρασί. — Να με πωλήσης την μάγισσαν, είπεν ο γεωργός. Σου δίδω όσα και αν θέλης. Σου δίδω έν κοιλόν χρήματα τώρα αμέσως. — Δεν ημπορώ, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος, βλέπεις πόσον μου χρησιμεύει. — Ω! δος μου την, σε παρακαλώ, έλεγεν ο άλλος, και επέμενε να την αγοράση.
Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ο δε μέγας και πολύς Πλάτων σας μετέβη και αυτός εις την Σικελίαν προς τοιούτον σκοπόν και αφού επί ολίγας ημέρας εκάθησεν εις την τράπεζαν του τυράννου, εξέπεσεν ένεκεν ελλείψεως ευφυίας. Επιστρέψας δε εις τας Αθήνας εμελέτησε και παρεσκευάσθη, και έπειτα έκαμε δεύτερον ταξείδιον εις Σικελίαν, αλλά και πάλιν εξ αμαθίας απέτυχεν ως παράσιτος.
— Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος, παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου. Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν