Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025


Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα. Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν. Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την τράπεζαν.

Αφήκε κατά γης την ψαλίδα, κ' εγερθείς εκάθησε παρά την τράπεζαν, κλίνας την κεφαλήν επί των δύο χειρών του.

Ούτω λοιπόν ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, με την πονηρίαν του και με την φυσικήν αγαθότητα της Αρφανούλας τα κατάφερε πάλιν και τον είδομεν την παραμονήν της πρωτοχρονιάς πρωί πρωί, παρά το Άγιον Βήμα της Καπνικαρέας, εμπρός εις μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα ευθηνά αθυρμάτια, στρέφοντα, τη συμβουλή του θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν εκεί θρηνητικώς, πρώτην-πρώτην αυτήν, ως το εγερτήριον της μεγάλης εμπορικής οδού, την τρελλήν εκείνην ημέραν.

Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης.

Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε: — Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην. — Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά. Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση. Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην.

Ενώ ετοιμάζετο να παρακαθήση εις την τράπεζαν, ταράσσεται η όρασίς του και νομίζει ότι ουδεμία θέσις υπάρχει κενή. Είναι τούτο η αρχή του κακού. Βαδίζει προς την έδραν του, αλλά κραυγή φρίκης εξέρχεται του στήθους του! Βλέπει επ' αυτής καθήμενον τον νεκρόν Βάγκον! Οι συνδαιτυμόνες ανεγείρονται έντρομοι, αλλ' ουδέν βλέπουσι, διότι ουδέν υπάρχει.

Έδραμεν η Ψυχή εκεί, και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.

Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν. Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα.

Ο Περδίκης ανοίγει τον σύρτην της τραπέζης του, λαμβάνει γραμμάτια τίνα λαχείων απωτεθειμένα εις τους μυχούς αυτού, τα μετρεί, γράφει τους αριθμούς των επί μίας σελίδος του σημειωματαρείου του, κάτωθεν άλλων ομοίων αριθμών, και λαμβάνων βιαίως τον πιλόν του εξέρχεται του γραφείου και κατευθύνεται προς την Εθνικήν Τράπεζαν. Δεν είναι δέκα η ώρα, αλλ' ο Περδίκης αδιαφορεί.

Ο Απόλλων επομένως δεν ηδύνατο να λείψη, και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός την εκ της προσωρινής απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν