Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Σεπτεμβρίου 2025


Και μίαν ημέραν έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν με τους συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η ομιλία μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία αγαλλίασις να ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας έλεγε την γνώμην του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας εδιηγούντο τα όσα θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους.

Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής.

Μας ήτο πολύ αγαπητός ο γέρων και οι φίλοι συνήχθησαν και χάριν εκείνου, μέλλοντος να διανυκτερεύση παρ' εμοί. Εφλυαρούμεν λοιπόν καθήμενοι περί στρογγύλην τράπεζαν και παρά το κοχλάζον σαμαβάρι, ροφώντες το τερπνόν και αρωματικόν ποτόν, το οποίον καθιστά έτι μάλλον τερπνότερον η ώρα του έτους.

Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον ενίοτε τας αίθουσάς των.

Ήδη της είχε περάσει ο φόβος και της επανήρχετο η συνήθης ευθυμία της. — Μάγια; ηρώτησεν η Σινιωρίτσα του Μυτιληνιού, — Μάγια; επανέλαβεν η Ματούλα του Καλοειδή. — Μάγια· εβεβαίωσε το Ορσάκι του Ζαχαριάδη. — Μάγια· επεκύρωσεν η Φλωρού του Λαμιαίου. Τα κορίτσια είχον περικυκλώσει την μικράν τράπεζαν, κ' εκύτταζαν με μεγάλα μάτια και με ανοικτά στόματα τ' αξιοπερίεργα αντικείμενα.

Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.

Η θέα του οβελού και το άσμα της χύτρας ηύφραναν την καρδίαν των καλών πατέρων, οίτινες καθήσαντες μετ' ου πολύ περί μαρμαρίνην τράπεζαν ηκόνιζον ήδη τας μαχαίρας και τους οδόντας ίνα σπαράξωσι την λείαν, ότε αίφνης οχληρά ανάμνησις ήπλωσε μέλαν νέφος επί της φαιδράς όψεως των δαιτυμόνων. «Παρασκευήείπεν ο Ραλήγος, απωθών το πινάκιον «Παρασκευήαπεκρίθη ο Ληγούνος καταθέτων την περόνην· «Παρασκευήανέκραξεν ο Ρεγιβάλδος, κλείων το πλατύ του στόμα, και πάντες εθεώρουν τας χήνας ως ο Αδάμ τον απολωλότα παράδεισον, τρώγοντες αντ' αυτών τους όνυχας εκ της απελπισίας.

Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχαις διά τους μεθ' εαυτού, είτα ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ους του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλή και να τον κατηχή. Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά, και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ην είχε στρωθή η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχαις.

Έπειτα επρόσταξεν ο Σεβάχ Θαλασσινός τους υπηρέτας του να φιλοδωρήσουν τον βαστάζον άλλα εκατόν φλωριά συναριθμώντάς τον εις τον κατάλογον των φίλων του, και παραγγέλοντάς του εις το εξής να αφήση την τέχνην του την τόσον κοπιαστικήν, και να συχνάζη καθ' ημέραν να γεύεται εις την τράπεζάν του.

Μετά τούτο εφθάσαμεν ψάλλοντες εις τον «Κανόνα», οπού ήτο έξοχον θέαμα να βλέπη τις τον φίλον μου Αλεξανδρήν ψάλλοντα. «Όλος εξιστάμενος, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ», ως το Σκεύος της εκλογής εν τη Μεταστάσει της Θεομήτορος, διέπρεπεν, ενθουσιών, γοητεύων, ηδύνων· έσειε τους πόδας του σείων μετ' αυτών και την τράπεζαν, έσειε τας χείρας του ρυθμικώς, μεταδίδων την χαράν εις πάντα ακροατήν και θεατήν.

Λέξη Της Ημέρας

καρκίνοι

Άλλοι Ψάχνουν