United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενόμιζεν ότι ήκουεν εν τη σιγή της νυκτός ένα προς ένα τους λόγους του επιτιμίου και τους εδέχετο, ως τόσας μυλόπετρας κατά της κεφαλής του. Εν τη σκοτία του δωματίου του διέκρινε μαύρον σύννεφον καπνού, δυσώδες, το οποίον τον απέπνιγε. — Φέξε, θεέ μου, φέξε! έλεγεν αναπηδών έντρομος. Ούτω μετά χαράς είδε το γλυκοχάραγμα σημαδεύον την έλευσιν της ημέρας.

Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα.

Επάνω εις τον βωμόν Της αληθείας, τα σφάγια Τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα Τον λίβανον σωρεύω, Μ' άφθονα χέρια. Ως απ' ένα βουνόν Ο αετός εις άλλο Πετάει, καιγώ τα δύσκολα Κρημνά της αρετής Ούτω επιβαίνω. Στροφή Α Ας μη βρέξη ποτέ Το σύννεφον, και ο άνεμος· Σκληρός ας μη σκορπίση Το χώμα το μακάριον Που σας σκεπάζει.

Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την πόρταν του σπητιού του.

Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου. &Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.&

Περί το Βέττερχορν εκρέματο απειλητικόν σύννεφον, σαν λεπτή κατάμαυρη τουλούπα μαλλιού· κατέβαινε βυθιζόμενον χαμηλά και ήτο γεμάτο σφρίγος από εκείνο που μέσα του έκρυπτε: έκρυπτε Λίβαν βίαιον, εάν εξέσπαγε.

Ημείς δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά και αν τους ηκούαμεν δεν ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα ηλικίαν του ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το νεαρόν, και ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους δεν εθόλωσεν ακόμη της σκέψεως το σύννεφον.

Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης οφθαλμός.

Αυτά μου ετσαμπούνιζεν ο καλοθελητής μου, που ανάθεμα το σύννεφον που μου τον εξέρασε στο πτωχικό μου. Έγειναν τέλος πάντων η εκλογές και επέτυχεν ο δικός μας, τελευταίος όμως και μόνον μ' εννηά ψήφους παραπάνω απ'εκείνον που ήρχουνταν κατόπιν του.... — Τον επιλαχόντα. — Καθώς τον λες. Ημπορώ λοιπόν να πω χωρίς να καυχηθώ, πως αν έλειπαν οι δικοί μου, αυτός θα ήτο ο επιλαχών.

Κυνηγοί είχαν περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί! Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του.