Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό. — Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα! — Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα.

Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.

Οι άνθρωποι είχαν δεθή εδώ στερεά αναμεταξύ των με σχοινιά διά να σχηματίσουν τρόπον τινά ισχυρότερον σώμα επάνω εις την ολισθηράν του πάγου επιφάνειαν, παρά το χείλος της αβύσσου.

Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτόςξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκιμε τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι.

Μόλις ο καραβοκύρης ετελείωσε ταύτα τα λόγια, και ιδού βλέπομεν πλήθος από εκείνα τα ανθρωπόμορφα άγρια ζώα που τρέχουν κολυμβώντας, και περικυκλώνοντας το καράβι εκόλλησαν και ανέβησαν επάνω με τόσην ευκολίαν, ωσάν οι μαϊμούδες· μας ωμίλησαν βλέποντάς μας, αλλ' ημείς δεν εκαταλάβαμε την γλώσσαν και ομιλίαν των· εν τω άμα έκοψαν τα σχοινία του καραβιού, που το είχαμε δεμένον από την άγκυραν, και πλησιάζοντας το καράβι εις την ξηράν μας έβγαλαν έξω.

Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή.

Διά τούτο ηναγκάσθησαν, φέροντες τα αλιευτικά των εφόδια, να έλθουν πεζή, χωρίς κανείς να τους έχη στείλει. Τώρα, με γάντζους, με απόχες, με σχοινία και με κοντάρια, έκαμναν ό,τι μπορούσαν ανασύροντες πότε-πότε μεγάλα πινάκια, υπερμεγέθεις σουπιέρες, με καλύμματα και με κουτάλας πηλίνας ακόμη, ενίοτε δέσμας σιδηρών ράβδων κλπ.

Οι αιχμάλωτοι και επροφυλάσσοντο όπως ηδύναντο και συγχρόνως οι πολλοί εφόνευαν αλλήλους οι μεν εμπηγνύοντες εις τον λαιμόν τα βέλη, τα οποία οι προσβάλλοντες έρριπταν κατ' αυτών, οι δε απαγχονιζόμενοι με σχοινιά από σπαρτά, τα οποία επρομηθεύοντο από μερικάς κλίνας ευρισκομένας εκεί δι αυτούς και διά λωρίδων, τας οποίας έκαμναν από τα ενδύματα των.

Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος, ατενώς βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και μετέστρεφε το πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα, στερεών τα υψηλότερα πανία άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων παμμέγισται, του εφαίνοντο.

Αλλ' ο Θεμίσων, αγανακτήσας διά την απάτην του όρκου και διαλύσας την ξενίαν έπραξε τα εξής· παραλαβών την κόρην απέπλευσε και όταν έφθασεν εις το πέλαγος, διά να εκπληρώση τον όρκον του προς τον Ετέαρχον, την έδεσε με σχοινία, την έρριψεν εις την θάλασσαν, την ανέσυρεν έπειτα και ήλθεν εις την Θήραν.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν