United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ' εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου.

Ωστόσον ημέραν παρ' ημέραν άρχισα να βάνω εις καλήν τάξιν το σπίτι μου, το εργαστήριον και τας υποθέσεις μου, ότε μετά δέκα ημέρας βλέπω και μου παρασταίνονται εις το σπίτι μίαν ημέραν δύο σκυλλιά μαύρα και κινούντα την ουράν με την κεφαλήν σκυπτήν μου έδειχναν αγάπην και ταπεινότητα, και από το σχήμα των και τα κινήματά των έδειχναν ότι ζητούν συμπάθειαν.

Ούτω έσφιξαν οι δυο άνδρες τα χέρια, όπερ πρότερον μέχρι τούδε δεν είχον κάμει· και η Μπαμπέττα επίσης έτεινεν εις τον Ρούντυ το χέρι με ειλικρινή συμπάθειαν και της έσφιξε αυτός το χέρι και την εκύτταζε με επίμονον βλέμμα, ώστε αυτή έγινε κατέρυθρος.

Οι ανίατοι και αβλαβείς εξ αυτών απεπέμποντο λοιπόν εκ του φρενοκομείου, περιεφέροντο δε τήδε κακείσε δίκην επαιτών αλλόκοτα φέροντες ενδύματα και άδοντες, όπως ελκύσωσι την συμπάθειαν των φιλελεημόνων. Έφερον δε επί μεν του αριστερού βραχίονος κρίκον σιδηρούν, ως σημείον της προελεύσεώς των, από δε του τραχήλου εκρέματο κέρας βοός, βούκινον, επέχον τόπον φιάλης.

Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.

Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο! Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου. Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.

Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν. Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα, κατέλυσε τον φόβον της. Προχωρώ. — Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν. Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν.

Ο Ιησούς εκινήθη εις συμπάθειαν προς αυτούς, «ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ότι αποβάντες εις την ξηράν, Αυτός και οι Απόστολοί Του ανέβησαν την κλιτύν του όρους, κ' εκεί επερίμειναν επί βραχύ άχρις ου το πλήθος συναθροισθή.