United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κύριος και η κυρία έκαναν το σταυρό τους. Άρχισαν ν' ανυπομονούν. Επί τέλους πότε θα βγη όξω! στο παράθυρο τουλάχιστο πότε θα προβάλη ; Σχεδόν εθύμωναν. Τι έκανε λοιπόν τόσες συμφωνίες; — Άκουσε, Ασημίνα. Αύριο δε θα σε χρειαστώ· της είπε τ' απομεσήμερο η κυρία της. Εμείς θα λείψουμε όλη την ημέρα. Μπορείς και συ, αν θες, να πας στις φίλες σου.

Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.

Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.

Ο Έφις έφυγε, με τα λεφτά στο χέρι, ενώ τον ακολουθούσαν οι ειρωνικοί αποχαιρετισμοί της γυναίκας. «Πες στις κυράδες σου να φυλάγονται καλάΕκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να υποφέρει τα πάντα, αρκεί να κάνει καλή εντύπωση στον Τζατσιντίνο όταν φτάσει.

Του έκανε μερικές ερωτήσεις, στις οποίες σύντομα αποκρίθηκε και εκάθησε στο γραφείο του για να γράψη. Εκάθησαν έτσι μια ώρα μαζί και περισσότερο, σκοτάδι ολοένα γέμιζε τη ψυχή της Καρολίνας.

Από τον καιρό ακόμα που ο Σβεν είτανε τόσο μικρός ώστε μόλις μπορούσε και κουνιότανε, έγινε στενός φίλος του σκύλου κ' είχε το δικαίωμα να τον κάνη όπως θέλει: να τον τραβά από ταυτιά, να του μαδά την ουρά, να ξαπλώνεται απάνω του και να τον κρατά στις κοπιαστικότερες θέσες.

Αυτού απάνω στραβομουριάζει η Μαυρουδού και τραβιέται μέσα, τάχα να φέρη το δίσκο. Ήρθε ως τόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφές. Κατόπι άνοιξαν απέραντες ομιλίες οι γέροι για τα δημοτικά τους, φόρους, κρίσες, διαθήκες, τόνα, τάλλο, και σ' αυτό το μεταξύ ξαναμπήκε η γριά να δώση χέρι στις παρακόρες, να γίνη της ανθρωπιάς το φαεί.

Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος.

Τώρα, κληρώθηκε στις πύλες τις Ηλέκτρες ο Καπανεύς, γίγας αυτός και πιο μεγάλος από τον πρώτο που είπαμε° κ’ η έπαρση είν’ αυτουνού όχι να πης σα να ’ν’ ανθρώπου° τι λέει φοβέρες για τους πύργους μας τρομερές π’ άμποτε η Τύχη να μη δώση ν’ αληθέψουν.

Να ακόμη, ανάμεσα στις δυο καλύβες, στη γωνία της αυλής το πέτρινο κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο όπου η θεια-Ποτόι είχε δει την ντόνα Μαρία Κριστίνα περιτριγυρισμένη σαν Βαρόνη από όλες τις γυναίκες των υποταχτικών που πήγαιναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία.