Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός. Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων, μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον.
Εγώ τον παρέλαβα καθ' ον χρόνον εφαίνετο εις τους πολλούς σκυθρωπός και υπό των πολλών και συνεχών ερωτήσεων απεξηραμένος• και διά τούτο εθεωρείτο μεν σεβάσμιος αλλά και ουδόλως ευχάριστος και ουδεμίαν χάριν είχε διά ν' αρέση εις τους πολλούς.
Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιον ουρανό.
ΖΕΥΣ. Άλλον κάλεσε, εκείνον που είνε κουρεμμένος σύρριζα και σκυθρωπός, τον Στωικόν. ΕΡΜ. Καλά λέγεις, διότι πολλοί από τους αγοραστάς αυτόν περιμένουν. Πωλείται η προσωποποίησις της αρετής, η τελειωτάτη ζωή. Ποιος θέλει να γνωρίζη τα πάντα μόνος εξ όλων των ανθρώπων; ΑΓΟΡ. Πώς το είπες αυτό;
Θελήσας δε να πη και αυτός κάτι τι, απηύθυνε μίαν ανόητον ερώτησιν: — Και τουλόγουσου καλιά 'χεις στο χωριό; Αλλ' η Πηγή τώρα επρόσεχεν εις τους προπορευομένους γονείς των, προσπαθούσα να βεβαιωθή αν ορθώς είχε μαντεύση το αντικείμενον της ομιλίας των. Ο Σαϊτονικολής εφαίνετο φαιδρός, ο δε Θωμάς ολιγώτερον του συνήθους σκυθρωπός.
Και ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Μάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν' αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.
Ανήρ υψηλός, σκυθρωπός και σιωπηλός ήλθε και έστη ως φάντασμα πλησίον της Αϊμάς. Η νέα ετρόμαξε και αφήκε κραυγήν. — Θεέ μου! ποίος είσαι; Ο άνθρωπος εκείνος ανεγνώρισε την φωνήν ταύτην, και αποτείνας τον λόγον προς την νέαν τη είπε· — Συ είσαι, η Αϊμά; — Ω Θεέ μου! εψιθύρισεν η κόρη. — Υπάγωμεν, Αϊμά, είπε παραδόξως ο άνθρωπος εκείνος. Τώρα αυτοί θα σκοτωθούν.
Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα. — Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου; — Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις; — Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας. — Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου.
Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα.
Αυτόν τον επωνόμασε Βεζύρην μελαγχολικόν, επειδή πάντοτε ήτον σκυθρωπός και μελαγχολικός, και δεν εγελούσε ποτέ του με κανένα τρόπον. Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς του ωμιλούσε διά κάποια απόκρυφα, και διά ένα συμβεβηκός εγελούσεν υπερβολικά, που κατά αλήθειαν ήτον άξιον να γελά καθένας. Μα ο Βεζύρης τον άκουε με τόσην σοβαρότητα, που ο βασιλεύς έμεινε θαυμασμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν