Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.

Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.

O οίκος λ.χ. καθ' ύλην είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, κατ' είδος δε είναι αγγείον ικανόν να σκεπάζη σώματα και πράγματα. Το είδος είναι το κοινόν εις πάντα τα άτομα, εις πάσας τας οικίας, η δε ύλη ατομικεύει τούτο το γενικόν και ούτως αποτελείται το άτομον λ.χ. η οικία του Πέτρου.

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος Όταν το φως επλούτει Τα βουνά και τα κύματα, Σε εμπρός των οφθαλμών μου Πάντοτες είχον. Συ, όταν τα ουράνια Ρόδα με το αμαυρότατον Πέπλον σκεπάζη η νύκτα, Συ είσαι των ονείρων μου Η χαρά μόνη. Τα βήματά μου εφώτισε Ποτέ εις την Αυσονίαν, Γη μακαρία, ο ήλιος· Κει καθαρός ο αέρας Πάντα γελάει.

Φουστανέλα ολόλεφκη σεμνά τη λυγερή του μέση θα συσφίγκη. Λεβέντικη φλοκάτα τις διάπλατές του πλάτες θα σκεπάζη. Θα λαλή. Χρυσάφια νάματα θα ρέη το μαγικό του στόμα. Θα ψάλη. Δε θάχη συνηθισμένον τόνο το τραγούδι του. Κοινόν ήχο η φωνή του δε θάχη. Ροδόσταμα πεντάγλυκο το τραγούδι του θα ρέη. Θα χύνεται αγγέλου μελωδία η φωνή του. Θάνε αηδονολάλημα ουράνιο. Τρισάγια θάνε μουσική.

Είχε πάντα την πονηρία ν' αρχίζη με φούριες για να σκεπάζη την παρουσία του, που ήξερε και μόνος του πως δεν ήταν ευχάριστη, και να τελειώνη με γλύκα και ταπεινοσύνη. — Αν ρωτάς και για μένα, τα ξέρεις τα χάλια μου. Δεν μπορώ να κρυφτώ.

Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.

Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά τουδύο ερείπιαπροχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότεροσαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν