United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα έκαμαν αρχή και του σουραυλιού σαν να παρακινούσανε τ' αηδόνια για το λάλημα· κ' εκείνα αποκρινόντανε μέσ' από τα βάτα και σιγά-σιγά εθρηνολογούσαν τον Ίτυ, σαν να εθυμόντανε το τραγούδι ύστερις από μακριά σιωπή.

Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;

Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.

Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την άρπαγα χείρα. Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου βραχίονος νεαρού ανδρός. Και λέγει κρύφα προς εκείνον: — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή. Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.

Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του. — Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί-σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;

Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε. — Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Το βαπόρι έστρηψε σιγά-σιγά, έλυσε το μπρίκι και σταθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξη και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτη και με το βασίλεμμα το κρύο εσπούριζε.

Όταν τον θεωρήσουμε χυδαίο, τότε θα πάψη να είναι δημοφιλής. Η μεταβολή φυσικά θα γίνη σιγά-σιγά, κ' οι άνθρωποι δεν θα την νοιώσουν. Δεν θα πούνε: «δεν πολεμούμε με τη Γαλλία, γιατί η πρόζα της Γαλλίας είναι τέλεια» αλλά γιατί η πρόζα της Γαλλίας είναι τέλεια δεν θα μισούν τη Γαλλία.

Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει.