United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με μιας » Από 'μπροστά τους χάνει.» « Σηκόνεται ο κορνιαχτός, » Σα σύγνεφο αναβαίνει. » Ωσάν αντάρα πνιγηρή, » Θολόνει τον αιθέρα. » Κι' ο Ήλιος εσκοτίδιασε. » Κ' εθάμβωσε τη 'μέρα. » Παρά κοντά του πλάκωναν » Οι Τούρκοι λυσσαμένοι.» « Ακούεται βαρύδουπο » Το γλίγωρό τους βήμα. » Λαμποκοπάν αι λόγχαις των, » Ποικίλα κυματίζουν » Τα 'μισοφέγγαρα.

Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.

Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

Και ψητόν «'Στό λόγκο με πετούνεΕίπε και σιωπή βαθειά Όλους εκεί πλακόνει. Όλοι το Διάκο άκουγαν. Κανένας δε μιλάει. Κρυφά, σιωπιλά ο είς Τον άλλονε τηράει. 'Σ την σιωπή σηκόνεται Ο υιός του Κολοκοτρώνη. Εκείνος, όπουτο βουνό Της Μάνιας Ραμοβούνι Είδε τον Ήλιο, κ' έπιε Άρκτου αγρίας γάλα· Εκείνος, όπουτην Τουρκιά Τόσα κακά μεγάλα Έφερετο Βαλτέτσιον Και εις το Κορμοβούνι.

Ονομάζεται Γονζάγος· η ιστορία είναι αληθινή και γραμμένη εις εκλεκτήν ιταλικήν γλώσσαν·ολίγο θα ιδήτε πώς ο δολοφόνος κερδίζει την αγάπην της γυναικός του Γονζάγου. ΟΦΗΛΙΑ Ο Βασιλέας σηκόνεται! ΑΜΛΕΤΟΣ Τι; του εφάνη πως καίεται; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι αισθάνεσαι, Κύριέ μου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Παύσετε την παράστασιν! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Φέξετέ μου! — Έξω! ΟΛΟΙ Φώτα! φώτα! φώτα!

ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Από τον καιρόν οπού ο βασιλεύς εξεστράτευσε, την βλέπω κάθε νύκτα να σηκόνεται από το στρώμα, να φορή το νυκτικόν της, να ανοίγη το γραφείον της, να παίρνη χαρτί, να το διπλόνη, να γράφη, να διαβάζη όσα έγραψε, έπειτα να το βουλλόνη και να ξαναγυρίζη εις το κρεβάτι της·και όλα αυτά ενώ είναι εις ύπνον βαθύν. ΙΑΤΡΟΣ Μεγάλη της φύσεως διατάραξις!

Χωρίς να υποψιαστή τίποτε από τα μελλούμενα ο Δάφνης, αμέσως σηκόνεται κι αφού επήρε την αγκλίτσα του, ακολουθούσε τη Λυκαίνιο· κι αυτή τον έφερνε όσο μπορούσε μακριά από τη Χλόη κι όταν εφτάσανε στο πιο δασό μέρος κι αφού τον παρακάλεσε να καθίσουνε κοντά σε μια πηγή, του είπε: — Αγαπάς, Δάφνη, τη Χλόη· κι αυτό το έμαθα εγώ τη νύχτα από τις Νύμφες.

Ενώ δε ούτος απειλεί την Ιουλιέταν ότι θα την σύρη μέχρι της εκκλησίας και ότι θα την ραπίση, ότι τον τρώγουν τα δάκτυλά του, κατά την αγγλικήν έκφρασιν, ο Ρήγας, βιαιότερος του Καπουλέτου, Σηκόνεται απ' το θρονί και προς εκείνην 'πάγει, με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τα χέρια, κ.τ.λ. Και η μήτηρ δε της Αρετής, καθώς την μητέρα της Ιουλιέτας, Ωσάν εχθροί εις τα παιδί τους 'κάναν.