United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ, παιδί μου, είπε με ημερώτερο τρόπο, δε σου τώπα για το κακό σου. Ποιος άλλος σαγαπά καλλίτερα 'πό μένα που σ' εγέννησα και σενέθρεψα; Σούπα να μη πιαίνης στσ' αρρωσταράς, γιατί 'χει κακό και κολλητικό πάθος· κιάνεν πάθης ο Θεός να σε βλέπηποιος θα καή παρά η μάνα σου; Μα αν, πρέπει, θαρρείς πως θέλω το κακό σου κιό,τι σου λέω να μην το κάνης το κάνεις στο πεισματικό μου.

Καλλίτερα 'πό σένα κιαπού τη μάνα του 'χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις; — Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ 'μ' αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ' όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό. — Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μάςε μπεγιεντίζει, να σκάσωμε μαθές; . Μόνο μικιός που μάςε πέφτει μια ολιά. Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.

«'Σάνάκουσε ο Αβδή-πασσάς » Πέντε χιλιάδες σέρει, » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα » Όλος χαρά το βράδυ, » Κοντά προς τα μεσάνυχτα » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . . » Τα κοντοράχια έπιασε » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. . « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα » Βαρειά με το παιδί μου, » Το Δημητράκη, ήλθαμε «'Σε σκοτωμό.

Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτεςτους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.

Αγκομαχούσαν φοβερά, που τράνταζε το σπήλιο.... Αρχίζουν να κουράζωνται, κι’ αρχίζουν να τραβιούνται, Ν’ αριεύουν τα χτυπήματα, να παραλύουν την έχτρα, Κι’ εκεί που λαχανιάζανε, πο τον πολύ τους κόπο, Και κολυμπούσανε κι’ οι δυο στον ίδρωτά τους μέσα, Η έχτρα, πώκαιε μέσα τους, σα φοβερό καμίνι, Τους εσυμπούσε το θυμό, τους άναβε τη λύσσα, Και πάλε ξαναρχίζανε τον φοβερόν αγώνα.

« Μέσατα σπήτια ανοίγομε » Μασγάλια, μεςτους τοίχους, » Αμέτρητους γκρεμίζουμε, » Τους πνίγομετο αίμα, » Τους στρώνομε 'ςτά χώματα. » Κι' αυτού κοντάτο γέμα, » Τρομπέταις 'πό την Εκκλησιά » Ακούσαμε τους ήχους

« Μ' έκραζε 'πό την Εκκλησιά » Ο υιός μου Δημητράκης: » — Καρδιά, πατέρα! μ' έλεγε, » Οι Τούρκοι μη σε σκιάζουν, » Ας είναι τόσοι· Βάστα συ » Τον πόλεμο· Ας ριάζουν »'Σα λύκοι. Βάστα! Γρίβας συ « Αν είσαι Θοδωράκης

1 2 3 4 5 6 0 — — — — 0 Εύφ ραι νε μέ το α θά νατον 0 — — 0 — 0 Χή ρας ο θεί ος ό μηρος — 0 — — — 0 Σβη σθέν λι βα νι στή ριον — 0 — 0 — 0 Την λύ ραν δό τε υ μνή σατε Του θα νά του τα γό νατα — — 0 — — 0 Ο φο βε ρός εχ θρός — — — — — 0 Υ πο κυ μαι νο μέ νους — 0 — — 0 0 Λευ κόν, σι γα λόν μάρ μαρον 1 2 3 4 0 — — 0 Έ χει το μνή μα — 0 — 0 Βοσ κοί και ζώ α — — — 0 Πα ρη γο ρή σου