Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του. — Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του. Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά.
Εξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, με τα μάτια πάντα πονεμένα ο αδελφός Άνθιμος ήτανε τύπος τίμιου, ίσιου ανθρώπου.
Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...
ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, Χριστέ και Παναγία, τι είναι τόσον άναμμα; Διά τα κόκκαλά μου τα πονεμένα, είν' αυτό κατάπλασμα; Ωραία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι βάσανον! — Παρακαλώ, τι λέγει ο Ρωμαίος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήρες την άδειαν να 'πας εις τον πνευματικόν σου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ναι, την επήρα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ 'Σ το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου αμέσως πήγαινε. — Εκεί προσμένει ένας άνδρας να γείνης η γυναίκα του.
Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.
Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους. . . .» Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.
Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν