United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δράμα, σαν ονειρόδραμα. Ο παράξενος Παππούς, ο αρσενικοθήλικος, μα πόσο συμπαθητικός, παράλληλα και αντίθετα με τη συμβία του την αντρογύναικα, που είναι η θέληση και η ενέργεια, μπροστά σ' εκείνον, την αδράνεια και το ρεμβασμό. Αλλά ο ρεμβασμός υπερκόσμιος, με όλο το πλέξιμο της κάλτσας που είναι η μοναδική του εξωτερική, επαγγελματική, τρόπον τινά ασχολία του.

Η μούχλα δεν το πείραξε το πλέξιμο καθόλου, μόλο που χρόνια πέρασαν απάνω απ' όλα τούτα. Ποιό όνειρο ανέλπιστο μπροστά μου εφανερώθη; ΙΩΝ Σώπα εσύ! που ήξευρες κι' ως τώρα να σωπαίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είνε τώρα να σιωπώ και μη με συμβουλεύης. Το λίκνο βλέπω εμπρός μου αυτό που σ' είχα ρίξη τότε, παιδί μου, νεογέννητο σαν ήσουνα και βρέφος, στο άντρο εκεί του Κέκροπος και στης Μακρές της πέτρες.

Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της. Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα.

Τούτα ενώ εκείνος έζυαζετα βάθη της ψυχής του, 365 μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύςτο στήθος του αποκάτω, και προύμυτατην θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια ετέντωσετο πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, 'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσουτα πελάγη, 'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».

Να, θέλω ένα χρώμα για το βάθρο της Δόξας μου· τόσον καιρό παιδεύουμαι κι ακόμα να το βρω. — Πού ξέρω γω, η φτωχή, από τέτοια. — Μ... βέβαια· πού να ξέρης εσύ από τέτοια! είπε με λύπηση. Έπειτα κυττάζοντας το πρόστυχο πλέξιμό της επρόσθεσε ξαναβρίσκοντας την όρεξη του·Δουλειά, βλέπω, δουλειά! έτσ' είσαστ' εσείς οι προκομμένοι! ... — Τι να κάνουμε· είπ' εκείνη χαμογελώντας πονηρά.

Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.

Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της: ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται και να κουβαλάη ξύλα.