United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και θυμό οι δικοί μας!. . . Τα παλληκάρια ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα. Έσφιγγον τα όπλα των σπασμωδικώς, έστριφον τους μύστακας των αρειμανίως και ανυπόμονοι ωλίσθαινον βήμα προς βήμα εις τα προχώματα του εχθρού.

Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.

Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του. — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν τώρα ευθύς. — Διά πού; — Δεν μας το είπεν ακόμη. Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου.

8 Ιουλίου. Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. — Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον!

« Η άτιμη η προδοσιά »Του Γώγου του Μπακώλα » Μας έφαγε. Μας έκαμε » Να βγούμε 'ντροπιασμένοι » Φώναζα γω δεν μ' άκουγαν. »'Σ το λόγκο σκορπισμένοι » Φεύγουν. Τα παλληκάρια μας » Εφοβηθήκαν όλα.» «'Στο Μεσολόγγι πέρασα » Τότ' έρημος, μονάχος. » Ξημέρωναν Χριστούγεννα » Γιορτάσαμε τη μέρα » Με του Βριώνη τη σφαγή· »'Στή μάχη την υστέρα, »'Σ ταις βόμβαις του καθόμουνε «'Στή ντάπια μου 'σα βράχος

ΟΣΒ. Επιάσθηκ' η φωνή μου, αυθέντα μου. ΚΕΝΤ Βέβαια! Εκουράσθηκε από την μεγάλη του παλληκαριά! Άκαρδον κτήνος! Η φύσις σε αποκηρύττει. Ράπτης ήτον οπού σ' έκαμε. ΚΟΡΝ. Τι αλλόκοτος άνθρωπος είσαι συ! Διατί τον έκαμε ράπτης; ΚΕΝΤ Ράπτης τον έκαμε. Αν τον έκαμνε ζωγράφος ή πετροπελεκητής, και εις δύο ώραις μέσα να τον έκαμναν, δεν θα ήτο τόσον κακοκαμωμένος. ΚΟΡΝ. Λέγε μου, διατί εμαλλώσατε;

Μα να εδήτε τι τ' απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ' εσένα τον πρίγκηπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ' ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαριά μας.

Κ' η ζωή μου παραστράτησε, η ζωή μου ασχήμισε την ασχήμια των σκλάβων. Όμως ο παππούς μου εμένα, ένας αρματωλός, χύμηξε μια μαύρη νύχτα στο χωριό, με σαράντα παλληκάρια, κι' άρπαξε την καλύτερη. Την κάθισε στα καπούλια του αλόγου του και χάθηκε στο σκοτάδι σαν τον άνεμο. Εκείνοι ήσανε άλλοι άνθρωποι, γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣΤι σχέση έχουνε όλα τούτα; Δεν καταλαβαίνω.