Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Διαστρεμμένα, ερωτάρικα, ξετσίπωτα τα κορίτσα. Το αίμα το παλιό που μιαν εποχή έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σιδερένια σώματα, με τον καιρό κατάντησε να τα ρίχνη στην καταστροφή. Έτσι και το δυνατό κρασί άλλους μεθά κι αποκαρώνει κι άλλων ξυπνά τους πόθους και τη δράση. Η δύναμή τους κατάντησε αρρώστια τους.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Πότε δεν συμφωνήσαμε; Μέχρι τώρα, πάντα.» «Ναι… όμως φαίνεται ότι δεν είστε ευχαριστημένη από τον ερχομό του Τζατσίντο.» «Πρέπει ν’ αρχίσω να τραγουδάω; Δεν είναι δα και ο Μεσσίας!», είπε μπαίνοντας πλάγια στο πορτάκι απ’ όπου φαινόταν το εσωτερικό ενός λευκού δωματίου με ένα παλιό κρεβάτι, μια παλιά κασέλα, ένα παραθυράκι χωρίς τζάμια, ανοιχτό με φόντο το πράσινο του Βουνού.

V ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ Από τη Σαντορίνη. Το παράπονό μου το παλιό θέλω πάλε να τακούσης. Μοναχό γιατί να μ' αφίνης; Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμάσαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω!

Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

Ίσως αν πετύχαινε, θα στεριούμαστε τις ανωφέλευτες δόξες του Βελισάριου και του Ναρσή· ίσως και την πολύτιμη νομοθεσία του Ιουστινιανού. Μα και την Αγιά Σοφιά, το περίλαμπρο αυτό απομεινάρι του παλιού μας μεγαλείου, θα τηνέ στεριούμαστε ίσως κι αυτήνα, αν και θα τηνέ στεριούμαστε ακόμα πιο βέβαια α δε γίνουνταν η στάση του Νίκα, αφού αυτή έγινε αφορμή να καή το παλιό το χτίριο.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν