Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Επάνω σου να πέσουν οι πεθαμένοι!» «Μου φαίνεται πως εσύ είσαι εκείνη που έκανε μάγια στον ντον Πρέντου.» «Εάν το θελήσω, παντρεύομαι ακόμη και τον ντον Πρέντου», είπε η Γκριζέντα, ανασηκώνοντας με έπαρση το τραγικό και παιδικό συνάμα πρόσωπό της, «όμως έχω άλλα στο μυαλό μου εγώ!» Η Νατόλια την κοίταζε και την λυπόταν.
ΛΗΡ Όσα κι' αν κρέμανται δεινά επάνω 'ς τον αιθέρα να τιμωρήσουν έτοιμα τα κρίματα του ανθρώπου, να πέσουν εις ταις κόραις σου! ΚΕΝΤ Κόραις αυτός δεν έχει. ΛΗΡ Σου πρέπει, ψεύτη, θάνατος!
Ναι, εντάξει, τώρα όμως, τον Οκτώβρη, πώς θα περάσετε;» «Δεν ξέρω, δε μου λένε τίποτε.» «Ξέρω ότι η Έστερ γυρίζει ψάχνοντας λεφτά. Θα γυρίζει για πολύ ακόμη, θα της πέσουν και τα τελευταία δόντια και δεν θα έχει βρει. Ξέρω ότι θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να πουλήσει, αλλά όχι σ’ εμένα.»
Ο σύντροφός του ησθένησεν ομοίως και απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες εις την δριμύτητα του τόπου εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά. Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί, είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν πέσουν.
Δεν θα καταπέση ίσως επί των βράχων διά μιας, αλλά θα μείνη κρεμάμενος εκ της μιας των πλευρών του, τα δ' επ' αυτού θα πέσουν εξ ανάγκης επί του κρημνού. Αι κιγκλίδες δεν θα εμποδίσουν την πτώσιν του εξώστου. Εξήτασα καλώς τα ξύλα, τα οποία συνδέουν άνωθεν τας κιγκλίδας.
Και ο Μπάρμπα-Σταύρος έγεινε τοιούτος, αφού προηγουμένως είδε πολλάς τσαντίλας να πέσουν και να καταπλακώσουν τας μηνύσεις του· διά τούτο τώρα επροτίμα να καταπλακώνουν τον στόμαχόν του, ενόσω πάντοτε εις τα χωρία θα υπάρχουν παληόιδες νοστιμευόμεναι τα τρυφερά θηλιάσματα και ειρηνοδίκαι αγαπώντες τα γαλακτώδη της ποίμνης δώρα. — Για τ' καλή χρονιά, κολλήγα, εξηκολούθησεν ο ποιμήν.
Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Δία πατέρα, ω τι βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις! 270 Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νια άθελά μου δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας, να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια. Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη.» 275
― Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.
Ειπέ μου λοιπόν, Ζηνόθεμι, ή συ σεμνότατε Δίφιλε, πώς, ενώ λέγετε ότι η απόκτησις των χρημάτων είνε αδιάφορος, προ πάντων και μόνον δι' αυτό φροντίζετε πώς να αποκτήσετε περισσότερα και διά τούτο πάντοτε με τους πλουσίους έχετε να κάμετε και δανείζετε και τοκογλυφείτε και επί πληρωμή διδάσκετε, και ενώ λέγετε ότι μισείτε την ηδονήν, χάριν αυτής ενεργείτε και παθαίνετε τα αίσχιστα και αν δεν σας καλέσουν εις γεύμα αγανακτείτε, εάν δε κληθήτε, δεν αρκεί ότι τρώγετε τον περίδρομον, αλλά δίδετε και εις τους υπηρέτας σας. . . . Και ενώ έλεγεν αυτά επεχείρησε ν' αποσπάση το μάκτρον το οποίον εκράτει ο υπηρέτης του Ζηνοθέμιδος και το οποίον ήτο πλήρες από διάφορα κρέατα, με σκοπόν να το λύση και αφήση να πέσουν εις το έδαφος τα κρέατα• ο υπηρέτης όμως το εκράτει δυνατά και δεν το αφήκε.
Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν