Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Σεπτεμβρίου 2025
— Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.
Τι τόσο βιάστηκες, γαμπρέ, στον ύπνο να το ρίξης; δεν σου βαστάν τα γόνατα ή μη αγαπάς τον ύπνο; ή μήπως ήπιες πιο πολύ πριν πέσης στο κρεββάτι; Αν ήθελες να κοιμηθής, ας διάλεγες την ώρα κι ας άφηνες την κορασιά με τάλλα τα κοράσια να παίζη ως τα χαράμματα στης μάννας της το πλάι, αφού 'δική σου θάν' αυτή και σήμερα και πάντα.
Διά τούτο οι δυστυχείς, ή δεν έχουν πλέον εντός των το πτηνόν αυτό, ή δεν ευρίσκουν πού να το τοποθετήσουν Φοβού τα ακροσφαλή ύψη· από υψηλότερα θα πέσης, εις πλείονα τεμάχια θα συντριβής.
Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω.
«Καλά να παστρευθής δεν θα 'μπορέσης απ' όλα της ζωής σου τ' αμαρτήματα· θα κολασθής, 'στα Τάρταρα θα πέσης, εδώ δεν έχουν πέρασι τα χρήματα.» Και είπε η πλουσία 'στην πτωχή: « Αν κι' ήναι απρεπές να σ' απαντήσω, αφού δεν είσαι άρχοντος ψυχή, αλλά με αναγκάζεις να 'μιλήσω.
Και θέλησες να σκοτωθής, στην άβυσσο να πέσης Και τέτοια νειάτα αγγελικά στο Χάρο να προσφέρης; Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου, Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω, Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου.
— Σκοτίδ' άσ'βος , επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι.
Τι με θέλετ' εμένα; Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάη, εκεί να κοιμηθή. Καμμιά φορά ξεγελειόταν κ' έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε. — Στρώσε να κοιμηθής, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, που θα πας, χριστιανέ μ', στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσης να τσακιστής. Αυτός τίποτε. — Η γρηά περιμένει Καλή σας νύχτα... κ' έφευγε.
Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.
Μόνον να μη φαντασθής, ότι μπορείς να πέσης, γιατί τότε έμεινες και κρεμασμένος!» Με αυτά τα λόγια επήδησε πέρα η γάτα, επειδή δεν ήθελε να παρατηρήση ο Τούντυ, ότι η λύπη εζωγραφίζετο 'ς τα μάτια της!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν