Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως.

Ο Παπα- Δαυλής πάει να λειτουργήση απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός...» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε... ρημάδι». Κι' όταν φθάση στην εκκλησιά βγάζει τ' Άγια και γελάει ο κόσμος μαζή του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό...

Αμ' ο παπάς; Ο παπάς της Μεταμορφώσεως, ένας Άγιος Ονούφριος εκεί, τον πιάσανε που «κατέλυε» γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, γιατί του το είπαν, λέει, οι γιατροί. Μ' όλη την κοιλιά! Δε βάσταξα πια. Τον βρήκα παραόξω, κατά την «πρύμη της Εκκλησίας» και του λέω: «Παπά μου, κατάλυσα τράγο σήμερα κι' αύριο θαρθώ να κοινωνήσω». Με στραβοκύτταξε. Ήσαν κι' άλλοι μπροστά.

Και τόσον εβροντοφώνησεν από τον θυμόν του ο φιλάσθενος παπά- Φλαβιανός, ώστε όλον το ρεύμα το βαθύ του Μοναστηρίου με τα πλατάνια και με της καρυδιαίς, επανέλαβε με μίαν τρομακτικά βουΐζουσαν ηχώ: — Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν! Όμως οι χωρικοί δύσκολα αποσπώνται από εκείνο οπού πιστεύσουν μια φορά.

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι. — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες! Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες. — Γελάς, παπά μου; — Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω.

Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανή στην αυλή.

Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν.

Αρρόδο, καπετάν Βγενιέ! αρρόδο όσο μπορείς! . . Επετάχθη τότε όλη βλέπουσα προς το παράθυρον όθεν εφαίνετο το πέλαγος. Εσκέφθη να φύγη αμέσως αλλά πώς ναφήση την παράκλησιν, αμαρτία της εφαίνετο, εν ώ ο παπα-Λάμπρος επροχώρει προς το τέλος ψάλλων τώρα τα Μεγαλυνάρια και θυμιάζων γύρω τον ναόν και τας γυναίκας. — Γρήγορα, παπά μου, κάμε γρήγορα, θα σώσω!

Τόνειρό του, ο πόθος του, η λαχτάρα του είταν «η δόξα των Ρωμαίων», όπως γράφει κ' ένα νόμισμα . Πολέμησε χρόνια και χρόνια, να γίνη καίσαρας σωστός, να πάρη όλη την Ιταλία, να βασιλέψη πιώτερο μάλιστα στη Δύση παρά στην Ανατολή, κι αν τον κατηγορήση κανένας που είχε το νου του στη Ρώμη, αντίς να τον έχη στην Πόλη, που πήγε να ξολοθρέψη τους βαρβάρους της Ιταλίας, αντίς να συλλογιστή τους ασιατικούς βαρβάρους, αντίς να τους αφήση να δυναμώσουν κ' ίσως έτσι κατόπι να μας φέρη και τους Τούρκους, γιατί με τα χρήματα που πήγαν και με τους στρατούς που χαθήκανε, αφάνισε το Κράτος, ό τι κι αν πη κανένας, άδικα θα το πη, επειδής ο Ιουστινιανός δε φταίει, έτσι τα ήξερε, έτσι τάβλεπε, άλλο τότες οι αφτοκράτορες, από παιδιά που είτανε, δε μαθαίνανε παρά τη Ρώμη, που είταν η αληθινή τους, η μόνη τους η παράδοση, και στο δέκατο ακόμα τον αιώνα, ο Νικηφόρος ο Φωκάς θύμωνε με τα σωστά του, έλεγε τον πάπα κουτό και ζαβό, που τον καλούσε «βασιλέα των Ελλήνων», κι όχι, όπως έπρεπε, όπως είχε χρέος να τον πη «βασιλέα των Ρωμαίων

Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεάν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, με τας ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους υδρομύλους της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής δεν ηγνόει, και ο παπά- Φραγκούλης προέβλεπεν.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν