Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά· τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη, πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά, πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!

Σαν όταν φίλντισι καμιά γυναικά αλικοβάφει, Λακώνισσα καν Κάρισσα, ατιού μαγουλοφόρι, και φυλαγμένο βρίσκεται μες στο κελάρι κάτου· πολλοί στα ζά ναν τόχανε στολίδι λαχταρούνε, μα αφτό προσμένει βασιλιά μια μέρα να στολίσει, να δίνει του φαριού ομορφιά, τιμή και του αλογάρη· 145 έτσι σου ματοβάφηκαν, Μενέλα, τα θρεμένα μεριά, και κάτου τα κανιά κι' οι όμορφοι αστράγαλοι.

Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξη πως πέρασε το θέλημά της. Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελλή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ' από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια με μάτια ορθάνοιχτα και με σαν παλληκαρίσια κορμοστασιά.

Δεν πιστέβω ποτέ στη ζωή μου να είδα ό τι είδα στη Σύρα, μήτε να το είδε κανένας. Τη νύχτα, με το φεγγάρι, δεν υπάρχει πράμα στον κόσμο που νάχη της Σύρας την ομορφιά.

Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, — έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε.

Κι όμως ποιος δε θα λυπότανε αγαπητικό, που θάπρεπε να φοβάται εκείνον που αγαπάει; Μα εγώ αγαπάω στο κορμί του σκλάβου την ομορφιά την ελεύθερη.

Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα. Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη. Πιπ. Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο; Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή. Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει.

Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου. Αρετ. Καληνύχτα, μαννούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και συ λιγάκι. Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. Θα πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.

Όχι μονάχα η ομορφιά που βλέπουν οι άνθρωποι, μα κ' εκείνη που την ακούνε· όχι απλώς η στιγμιαία χάρη της μορφής ή η περαστική χαρά του χρώματος, αλλά ολάκερος ο κύκλος του αισθήματος και της σκέψεως.

Αρετούλα μου, τώρα πια το νοιώθω πως είσαι δική μου· γιατί εγώ το είπα και με κερνάς. Η καινούργια η πατρίδα σου θα τραντάξη με την ομορφιά σου. Κορώνα μου και καμάρι θα σέχω, με του πουλιού το γάλα θα το θρέφω ταγγελικό σου κορμί. Θάρχεται να μας βλέπη ο Κωσταντής, και θα παίρνη μαζί του τα φυλλοκάρδια μας για παρηγοριά της μαννούλας. Δέσπω. Άμποτες, παιδάκια μου, άμποτες.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν