Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Εγώ την απόκοψα από την ομιλίαν της και της είπα, πως τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε τα στοχάζομαι διά το ουδέν έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και ευχαρίστησις ήτον διά την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την αντάμωσίν της, παρά διά τον πλούτον όλου του κόσμου.

Αύριο να τραβήξουμε, παιδιά, για τον Τσουγκριά. Έχουμε καιρό να πάμε. Και είναι καιρός της ζαργάνας. Σεπτέμβριος μήνας, και πέφτει εκεί ψάθα. Δεν ετελείωσε την ομιλίαν του ο καπετάν Γιάννης, μ' ένα μεταξωτό μανδήλι εις τον σκούφον του γύρω, και παραιτήσας το κουτάλι έξαφνα λέγει·Δεν μ' αρέσει, παιδιά, ο καιρός απόψε. Και έρριψε βλέμμα περίφροντι προς την ωραίαν τράταν του.

Ο μεν Πρωταγόρας, αφ' ου τόσα και τόσον εύμορφα ωμίλησεν, ετελείωσε την ομιλίαν του. Και εγώ διά πολλήν μεν ώραν μαγευμένος τον εκύτταζα ακόμη μήπως είπη και τίποτε άλλο, επειδή επεθύμουν να τον ακούω· όταν δε πλέον εκατάλαβα ότι πραγματικώς είχε παύσει, κάπως μετά δυσκολίας αφ' ου συνεκέντρωσα τρόπον τινά τον εαυτόν μου, εκύτταξα τον Ιπποκράτην και είπον·

Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν, αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα· ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες, εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή.

Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του, περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι του. Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.

Τότε ο βασιλεύς, που ήτον εκεί σκεπασμένος, με μίαν επιτηδείαν υπόκρισιν εσχημάτισε την φωνήν του αράπη, και της λέγει· «Δεν ευρίσκεται δύναμις και εξουσία, παρά εις τον ουρανόν». Εις τοιούτους λόγους η μάγισσα μη όντας συνηθισμένη, εφώναξε μεγαλοφώνως από την χαράν της, και λέγει του· είσαι συ, ω φως μου και παρηγορία μου, που μου ομιλείς, ή με απατά η ακοή μου; Λέγει της ο βασιλεύς με την ιδίαν πλαστήν φωνήν· συ δεν είσαι αξία διά να σου ομιλήσω, διότι από ιδικήν σου αιτίαν εγώ ευρίσκομαι αθεράπευτος τόσον καιρόν, εάν δεν ετυραννούσες τόσον τον άνδρα σου, που από τας θλιβεράς του φωνάς δεν δύναμαι να κοιμηθώ ούτε ημέραν ούτε νύκτα· και αν συ τον ελευθέρωνες από την μαγικήν ενέργειαν, που τον εμεταμόρφωσες εις μάρμαρον, εγώ έως τώρα είχα θεραπευθή και είχα αναλάβει την ομιλίαν μου.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! — Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις.

Εγώ που εκαμώνουμουν πως εκοιμώμουν, και εκαταλάμβανα πολύ καλά την γλώσσαν τους, αφού ήκουσα όλην την ομιλίαν τους, επροσποιήθηκα πως τότε ξυπνώ, χωρίς να δείξω σημείον ότι ήκουσα την ομιλίαν τους· όμως μέσα μου έβαλε την καρδίαν εις ανησυχίαν.

Ήρχισε λοιπόν κατ' αυτόν, νομίζω, τον τρόπον ο Ευθύδημος την ομιλίαν: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, ποίοι είναι εκείνοι που μανθάνουν, οι σοφοί ή οι αμαθείς; Και ο νέος, σαν δύσκολον φυσικά που ήτο το ερώτημα, εκοκκίνησε, και με προφανή απορίαν έστρεψε τα βλέμματά του προς εμένα.

Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν' ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης εζήτει να ιδή τον Κύριον. — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν