Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.

Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι; — Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου. — Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης διαρρηγνύμενος εις γέλωτα.

Ο κίνδυνος δεν έλειψεν, ενόσω είν' ανάγκη να πλύνωμεν την δόξαν μας εις τα νερά του δόλου και πάντοτε να έχωμεν κ' οι δυο το πρόσωπόν μας ως προσωπίδα της καρδιάς, διά να μας την κρύπτη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τ' αυτά! ΜΑΚΒΕΘ Ω! την ψυχήν έχω σκορπιούς γεμάτην! Κι ο Βάγκος και το τέκνον του ακόμη ζουν, το 'ξεύρεις; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αιώνιον συμβόλαιον με την ζωήν δεν έχουν! ΜΑΚΒΕΘ Τα πάντα δεν εχάθηκαν.

Πού υπήγατε δύο φοραίς με τον πατέρα μου; Ο Λάκων εδίστασεν επί στιγμήν και είτα είπε·Δεν έλεγες τώρα ότι εγώ δεν λέγω πάντοτε την αλήθειαν; — Ναι. — Λοιπόν τότε τι μ' ερωτάς, αφού δεν ξεύρεις αν θα πω αλήθειαν; — Σωστά. — Και αν πρέπει να με πιστεύσης ή όχι; — Βέβαια. — Ώστε, αφού απ' αρχής με βγάζεις ψεύστην, τότε τι ειμπορώ να σου πω; — Έχεις δίκαιον.

ΡΩΣ Δεν 'ξεύρεις αν τον ώθησε φόβος ή γνώσις. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Γνώσις! Ν' αφήση την γυναίκα του, ν' αφήση τα παιδιά του, το κάστρο του, τους τίτλους του, εκεί απ' όπου φεύγει!

Εκοιμάτοαυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτοαυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύτη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι;

Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν ενόησες τίποτε. Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο προσοχήν πάντοτε.

Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας; Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του. — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·Πού ξεύρεις πού θα παραλύη.

Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά; — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις. — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης; — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν