Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Β' ΑΝΗΡ Τούτο να συλλογίζεσαι: πως θα τα πάρης πίσω• κι' όσο για την κατάθεσι, μπορείς, αν αγαπάς, και 'ς ένα μήνα να τα πας. Α' ΑΝΗΡ Και πώς; Β' ΑΝΗΡ Τούς ξέρουμε καλά• γρήγορα πέφτει ο ψήφος, αλλά για την εκτέλεσι πηγαίνει πάντα τζίφος! Α' ΑΝΗΡ Μα θα τα κουβαλήσουνε, βρε φίλε μου, κι' αυτοί. Β' ΑΝΗΡ Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι; Α' ΑΝΗΡ Θα κουβαλήσουν γρήγορα• ο νόμος ταπαιτεί.
Αγαπάει τη Βασίλισσα, κι' είναι φανερό για όποιονε θέλει να κυττάξη. Μεις δε θάν' το ανεχθούμε ποτέ». Ο Βασιληάς τους ακούει, αναστενάζει, χαμηλώνει το κεφάλι κατά τη γη, σωπαίνει. «Όχι Βασιληά, δε θάν' το ανεχθούμε πεια. Γιατί ξέρουμε τώρα ότι αυτή η είδησι, αλλόκοτη άλλοτε, έπαυσε πεια να σου φαίνεται παράξενη. Βλέπουμε ότι ανέχεσαι το έγκλημά τους. Τι θα κάμης; Σκέψου και συμβουλέψου.
Την πρώτη αρχή της προσωπικής κατάληξης τής -μι συζυγίας, δίδωμι, τίθημι, ίστημι είναι πολύ πιθανό που θα πεθάνουμε δίχως να τη βρούμε. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το πρωτότυπο. Αν όμως θέλουμε να διούμε πώς η ονομαστική βασιλεύς κατήντησε στον τύπο βασιλιάς ή βασιλές, μας είναι πολύ έφκολο· ίσια ίσια γιατί έχουμε το πρωτότυπο. Έχουμε και κάτι παραπάνω.
Με την Γκριζέντα όμως δεν είναι το ίδιο. Η Γκριζέντα δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια.» Η Νοέμι παρά τη θέλησή της αισθανόταν αναστατωμένη. Λυπόταν πολύ τη γριά, που τύλιγε, λες και ήταν μωρό, την άκρη από την ποδιά της. «Εσείς φταίτε», είπε σοβαρά. «Ξέρατε, σαν ηλικιωμένη γυναίκα που είστε, πώς καταλήγουν αυτά τα πράγματα.» «Ξέρουμε, ξέρουμε…. και ποτέ δεν ξέρουμε τίποτε, κυρά μου!
— Αδελφοί και πατέρες, ήρχισε με ύφος σχεδόν καλογηρικόν, πρέπει να ξέρουμε πως όλοι 'μείς είμαστε σα μια οικογένεια αγαπημένη, από πατέρα κι' από μάννα, όλοι αδέρφια είμαστε. Πατέρας μας είνε ο Θεός, μάνα μας είν' η γης.
Έχοντας όμως και την ευλάβεια εκείνη που ξέρουμε, πολεμούσε μαζί με τα καινούρια πολιτικά του σκαρώματα να θεμελιώση και καινούρια θρησκεία. Μια και πετύχαινε τα δυο του αυτά όνειρα, όλα θα πήγαιναν ειρηνικά και λαμπρά.
— Δεν είνε ανάγκη, δεν είνε ανάγκη· είπε ο Περαχώρας· σφουγγίστε το αίμα σας για το Θεό! — Μα τι έχουν τα δισάκκια μας ; ερώτησε ο Γκενεβέζος απορώντας· σαν πολύ φορτωμένα φαίνονται τ' άλογα. — Δεν ξέρουμε, αφεντικό· εμείς έτσι τα πήραμε από το σπίτι· είπε ο αγωγιάτης. — Με συγχωρείτε που δε ζήτησα πρώτα τη συγκατάθεση σας· είπε συνεμπαίνοντας ο Αριστόδημος.
— Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε; — Να πάρουμε τα δέκατα! — Δεν τ' αφίνει! — Να του τα πάρουμε!
Πώς δε βαριέται; Αλήθεια όμως, κι αφτό μας το ξηγούνε οι γιατροί· θα κόλλησε από το Νίτσε, γιατί το ξέρουμε σήμερις πως κολλητική αρρώστια είναι κ' η τρέλλα· ο τρελλός πάλε πώς να βαρεθή; Διασκεδάζει με την τρέλλα του, μοναχός του, και μάλιστα καμαρώνει.
Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· 460 μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει «Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Καλά το ξέρουμε κι' εμείς, αντριά αχαμνή δεν έχεις· όμως μας καιν τα σπλάχνα μας των Αχαιών τα πάθια, που θάχουν σαν κακά στερνά κι' ίσως χαθούν στα ξένα.» 465
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν