United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ευγένεια της ψυχής μου είνε τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δεν μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήση, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη.

Η εικόνα ήτον παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκκόκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κ' ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά.

Παραπέρα είνε μια αποθήκη κακογδαρμένα τομάρια, που αναγκάζουν να φράξη τη μύτη του όποιος δεν έχει συνάχι. Άλλη πληγή είνε ο μπακάλης και χειρότερο γουρούνι ο μανάβης.

Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι, τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης, που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι, 480 Μον μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.

Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει, Μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει· Απ' όσα όμως βρίσκονται ς' της γης την όψι απάνω, 115 Τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω. Της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη, Και ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.

Πρώτος ο Πάρης έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και βρήκε την ολόιση ασπίδα του Μενέλα· μά δεν την τρύπησε ο χαλκός, μον στην ασπίδα μέσα στράβωσε η μύτη.

Απορώ μόνον τι της εζήλεψεν ο στρατιώτης αυτός, εκτός αν είνε θεόστραβος και δεν είδε ότι τα μαλλιά της έχουν μισομαδήση κι' έχει αρχίση να κάνη φαλάκρα πάνω από το μέτωπον• τα χείλη της είνε ωχρά και νεκρικά, ο λαιμός της αδύνατος και φαίνονται η φλέβες και η μύτη της είνε μεγάλη. Το μόνο καλό που έχει είνε το ανάστημα• είνε ψηλή και ίσια σαν κυπαρίσσι και το χαμόγελό της έχει πολύ γλυκάδα.

Την πολλή σου εξυπνάδα εις ενέργειαν να βάλης Κι' ασπροπρόσωπον το έθνος των ελλήνων συ να βγάλης· Και εάν κανείς θελήση να σου κάμη τον τεχνίτη, Δίχως καν στιγμή να χάσης, ευθύς έμπα του στη μύτη, Για να δείξης πως ο έλλην, όταν θέλη, ειμπορεί Να τα βάλη με τον Βίσμαρκ και με τον Σαλισβουρύ.

Yπό το αβέβαιον φως της χαραυγής ο γέρων Τόσκης ισχνός, τραχύς, με πρόσωπον μακρύ, ιερακωτήν μύτη, οφθαλμούς σπινθηρίζοντας, μακράν γενειάδα, ευρύ μέτωπον και κόμην ξυρισμένην εμπρός και πίπτουσαν εις τσαμπάν ψαρόν επί των ώμων, διεκρίνετο φέρων απαράλλακτον τον τύπον της φυλής του.

Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει!