Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Γιατί ανακατεύεται και σ' αυτά το κράτος; Ποιος το προσκάλεσε; Αν το κράτος πρέπει να χώνει κι αυτού τη μύτη του, ας επιβλέπει, μονάχα κι ας καταγίνεται με όσα άλλα η κοινότητα δεν μπορεί να κάνει.
Μολονότι είμαι γέρων και φαλακρός, ως βλέπεις, και έχω τσιμπλιασμένα τα μάτια και η μύτη μου τρέχει, ετρελλαίνοντο να με περιποιούνται και ήτο ευτυχής εκείνος εξ αυτών, τον οποίον και μόνον ητένιζα.
Αν δε είνε πολύ δυνατός, γαργάλισε την μύτη σου με κάτι τι ώστε να πταρνισθής. Όταν το κάμης αυτό μίαν ή δύο φοράς, όσον δυνατός και αν είνε θα παύση. — Σπεύσε λοιπόν ν' αρχίσης, είπεν ο Αριστοφάνης· εγώ δε θ' ακολουθήσω τας συμβουλάς σου. Ωμίλησε τότε ο Ερυξίμαχος ως εξής: ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ
Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα. — Δε σου φαίνεται...; είπεν ο Ρένας. — Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα. — Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη.
Την ίδια εικόνα μεταχερίζεται πάλε, γιατί η πρώτη πάλιωσε και του χρειάζεται άλλη που να μοιάζη με την πρώτη. Πολύ γρήγορα χάθηκε η λέξη, γιατί δεν είχε πια καμιά νοστιμάδα για το λαό και δεν έβλεπε κανείς τι μπορούσε να πη ρις . Πιο έφκολα μας έρχεται να καταλάβουμε τι σημαίνει μύτη.
Είπε κι' αφτοί μισόφοβοι απ' τις φωνές του γέρου 265 βγάζουν το κάρο σηκωτό, μουλάρικο καινούργιο στέριο όμορφο καλόροδο, και το κουτί τού δένουν. Και κατεβάζουν το ζυγό κατόπι οχ το παλούκι — ζυγό πυξένιο, με καρφί και διάκια βολεμένο — κι' όξω μαζί μ' εφτάπηχο τον φέρνουν ζυγολούρι. 270 Απέ στυλώνουν το ζυγό στ' ολόξυστο ατιμόνι ομπρός ομπρός και του περνούν στη μύτη την κρικέλλα.
Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλά — καλά.
Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιληάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάση του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλη από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι.
Κάτωθεν ενός των καπέλων τούτων διέκρινα σπανόν πρόσωπον, του οποίου δεν με ήτο βεβαίως άγνωστος η μεγάλη μύτη, ήτις το εχώριζεν εις δύο ίσα μέρη ως η σειρά των Απεννίνων την Ιταλίαν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ε, καλά, αν η τύχη σου ήτον ένα δάκτυλο καλλίτερη από την ιδική μου, σε ποιο μέρος θα ήθελες να είνε; ΕΙΡΑΣ. Όχι βέβαια 'στή μύτη του ανδρός μου. ΧΑΡΜΙΟΝ. Ο θεός να διορθώση τους κακούς μας στοχασμούς! Έλα, Αλεξά, — πες του κι' αυτού την τύχη του. Σε παρακαλώ, ω γλυκεία μου Ίσις, δος του μια γυναίκα που να μη μπορή να περιπατήση, να του αποθάνη και να πάρη μια χειρότερη!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν