United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.

Τα τελώνια που με δουλεύουν, το έκτισαν εις μίαν στιγμήν. Ενώ η Κεριστάνη ήθελε να ακολουθήση την ομιλίαν της, ιδού εμβαίνει μία αρχοντοπούλα, η οποία έδειχνε πώς ήτον πολλά θλιμμένη. Η Κυρά γνωρίζοντάς την από το πρόσωπόν της ότι ήθελε να της προμηνύση καμμίαν θλιβεράν είδησιν εφώναξε μεγάλως, έπειτα εδόθη εις κλάματα πικρότατα.

Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.

Μίαν Κυριακήν, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχε τελεσθή ο γάμος. Όλη η γειτονιά και άλλοι καλεσμένοι είχον διασκεδάσει ολονυχτίς με άσματα και χορούς και με βιολιά και λαγούτα.

Με ένα μόνο φτωχοκλησιδάκι μες το λόγκο ρείπιο κι ανεβλόγητο, που τόχε τάμα κάποιος χριστιανός και τόχτισε, μα δεν εδιάβηκε Δεσπότης να ταγιάση· με λίγα ψιλά από τη δεκαμερία του Κόλια του χωροφύλακα σήμερα· με το διάφορο μιας λαγίνας του Βασίλη του καμιναρά από την Κορώνη άβριο· ξερωγωποιού μεθάβριο· με μια ποντικοφαγωμένη βρώμικη παλιόψαθα στην άκρη στο ρημοκλησάκι εκεί, στρωμένη σε μιαν αγκωνή μπροστά στο ιερό, απάνω στα χαλίκια· με του αγνού στις συνήθιες και τα αισθήματα χωριού της τη φριχτήν κατακραγή και τάφτονα πυκνά μαλιά της τα τετράξανθα, που χύνονται ανεμιστά κι αξάγκλεγα στις πλάτες πίσω τις σφιχτές, κι ορμούν ολόχρυσες δεντρογαλιές στις αντζακλείδες κάτω, μοναδικό στολίδι και καμάρι της, και μια φορά, έχουν να ειπούν οι τίμιες χωριανές, θενά τα δέση πλεχταριάν ολόχοντρη, γερή, να σφίξη τον αμαρτωλό λαιμό της.

Η οικογένειά της σύγκειται εξ εργατικών οι οποίοι, αν και Γύφτοι, είνε καλοί άνθρωποι. Μίαν εσπέραν ήρπασαν έξαφνα την Αϊμάν, και το πρωί δεν ευρέθη εις την κλίνην της. Και αν δεν ήτον ο Τρανταχτής, όστις έχει σχέσεις με όλον τον κόσμον και μανθάνει όλα τα νέα, η οικογένειά της ποτέ δεν ήθελε μάθει πού ευρίσκεται η Αϊμά.

Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.

Ήτο δε είδος αργυρού εγκολπίου, έχον εγκεχαραγμένα σύμβολα και μίαν λέξις. Τα σύμβολα παρίστων γλαύκα, θύρσον, και στέφανον δάφνης. Η λέξις, ην και αν είξευρε ν' αναγινώσκη, δεν θα ενόει πάντως ο Βράγγης, έλεγε κεφαλαίοις γράμμασι ΠΛΗΘΩΝ. Η ικέτις. Μίλιά τινα μακράν της Μονεμβασίας, έκειτο παρά τον αιγιαλόν, κατά τον ΙΕ' αιώνα, συνοικία τις αλιέων καλουμένη κοινώς Στάμπα.

Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν ήτον εκεί.

Εννοούσε να δώση της αδελφής του τον καλλίτερον άνδρα· και μίαν φοράν, οπού ένας των λατρευτών της ετόλμησε να της κάμη πατινάδα, ο Αντωνέλλος ευγήκε στο παράθυρο με τα νυχτικά του και του είπε να τραβηχθή, για να μη φάγη καμιά τρομπονιά· ο νέος αυτός εραστής δεν ήτο του γούστου του.